Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ (750 π.Χ. έως το 323 π.Χ.
ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΟΜΗΡΟΣ
ΙΛΙΑΔΑ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Το όνομα λυρική ποίηση το καθιέρωσαν οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι , γιατί τα περισσότερα λυρικά έργα συνοδεύονταν στην παρουσίασή τους από τη λύρα· παράβλεψαν όμως ότι το ίδιο όργανο συνόδευε και το έπος, και ακόμα ότι ορισμένες κατηγορίες λυρικών τραγουδιών δε συνοδεύονταν από τη λύρα αλλά από τον αυλό. Έτσι, δε μένει άλλο από το να πούμε ότι στη λυρική ποίηση εντάσσουμε όλα τα ποιητικά έργα που δεν ανήκουν στο έπος ή στη δραματική ποίηση, και να επιχειρήσουμε, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, να τα κατατάξουμε σε μικρότερες κατηγορίες.Πρώτο κριτήριο ο λαϊκός ή όχι χαρακτήρας.Δεύτερο κριτήριο για να διαιρέσουμε τα επώνυμα έργα σε κατηγορίες είναι ο τρόπος της παρουσίασης.Οι γλωσσικές προτιμήσεις σχετίζονται άμεσα με τη διάλεκτο της περιοχής όπου αναπτύχτηκε το κάθε ποιητικό είδος και έδρασαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του· Στο περιεχόμενό της η λυρική ποίηση χαρακτηρίζεται από την έντονη προβολή του ποιητή και τον άμεσο σχολιασμό του σύγχρονού του κόσμου.
ΩΔΕΣ ΕΡΩΤΙΚΕΣ
Οι ωδές είναι, τραγούδια γραμμένα σε ποικίλα μέτρα, συχνά οργανωμένα σε στροφές. Ο χωρισμός τους, ανάλογα με το περιεχόμενο, σε ερωτικές, στασιωτικές και συμποτικές καλύπτει μόνο ορισμένες μεγαλύτερες ομάδες. Ουσιαστικά ο ποιητής μπορούσε σε μιαν ωδή να πει οτιδήποτε και με όποιον τρόπο προτιμούσε. Παράδειγμα το έργο της Σαπφώς, όπου δίπλα στις ερωτικές ωδές συναντούμε προσευχές, μυθολογικές διηγήσεις, στοχασμούς, παιδικά τραγουδάκια, ακόμα και πειράγματα.Οι δύο πιο γνωστοί ποιητές ωδών, η Σαπφώ και ο Αλκαίος, έζησαν τα ίδια περίπου χρόνια στην αιολική Λέσβο, νησί που ήταν «προορισμένο από τη φύση του να γίνει φορέας ιδιαίτερου πολιτισμού. […] Τα λιόφυτα απλώνονται ως τις κορφές των ψηλών λόφων άφθονες οι φυσικές πηγές ρέουν μέσα στις πεδιάδες, με τα πλατάνια και την πλούσια χλωρίδα. Την άνοιξη το έδαφος καλύπτεται από ανεμώνες, ορχιδέες και αγριοτουλίπες. […] Οι κάτοικοι του νησιού, προστατευμένοι από τη θάλασσα και με όλα τα αγαθά, ανάπτυξαν μιαν ολοζώντανη και ανεξάρτητη ζωή […]. Σε περιβάλλον που εξασφάλιζε άνεση και σιγουριά, η κοινωνία της Λέσβου έφτασε στο απόγειο της ακμής της τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Την απόδειξη την προσφέρει η εγχώρια ποιητική παραγωγή.»[52]
ΣΑΠΦΩ, (περ. 630-580 π.Χ.)
ΣΑΠΦΩ35. – Απόσπασμα 2 Lobel-Pageδεῦρύ μ᾽ ἐκ Κρήτας ἐπ[ὶ τόνδ]ε·ναῦονἄγνον, ὄππ[αι τοι] χάριεν μὲν ἄλσοςμαλί[αν], βῶμοι δὲ τεθυμιάμε-4νοι [λι]βανώτῳ,ἐν δ᾽ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι᾽ ὔσδωνμαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὀ χῶροςἐσκίαστ᾽, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων8κῶμα κατέρρει,ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλενἠρίνοισιν ἄνθεσιν, αἰ δ᾽ ἄηταιμέλλιχα πνέοισιν [ ]12[ ]ἔνθα δὴ σὺ στέμ‹ματ᾽› ἔλοισα Κύπριχρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρωςὀμ‹με›μείχμενον θαλίαισι νέκταρ16οἰνοχόαισον†τούτοισι τοῖς ἑταίροις ἐμοῖς γε καὶ σοῖς†(ανασύνθεση και απόδοσηΟδυσσέας Ελύτης)έλα και φτάσεαπό την Κρήτη εδώ στου ναού τούτου τολάμπος που το ζώνει γελαζούμενο δασάκιμήλων και όπου καίει πάντα στους βωμούςλιβανωτού θυμίαμα ♦ εδώ που κελαρύζειτο νερό κατάδροσο μέσ᾽ από της μηλιάςτους κλώνους· όπου απ᾽ τα ρόδα τα πολλάσκιές γεμίζει ο κήπος· κι από τις φυλλωσιέςοπού θροούν και τρέμουν λες μια χαύνωσηαργοπέφτει ♦ εδώ το λιβαδάκι οπούβοσκάνε τ᾽ άλογα φούντωσε απ᾽ άνθη τουΜαγιού κι ελαφρές πνέουν οι αύρες ♦ έλαλοιπόν εδώ Αφροδίτη μου σε κάλυκες χρυσούςετοιμασμένο με λεπτή τέχνη νέκταρτου τραπεζιού τους φίλους να κεράσεις. Δέηση στην ΑφροδίτηΤο απόσπασμα σώζεται χαραγμένο πάνω σε έναὄστρακον (θραύσμα πήλινου αγγείου) του 3ου αι. π.Χ. Έχει τη μορφή κλητικού ύμνου και απευθύνεται στην Αφροδίτη: η θεά καλείται να παρευρεθεί στις συγκεκριμένες τελετές που γίνονται προς τιμήν της. Το αρχικό μέρος του ποιήματος, το οποίο σε παρόμοιους ύμνους αναφερόταν συνήθως με σώρευση επιθέτων στις δικαιοδοσίες και τη δύναμη τον θεού αλλά και στην ιδιαίτερη σχέση του με τον προσευχόμενο, προφανώς δεν έχει σωθεί. Στο σωζόμενο τμήμα περιγράφεται κατ᾽ αρχήν το τοπίο, στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι τελετές. Η θεά καλείται να έρθει από την κατοικία της στην Κρήτη σε ένα δασάκι με μηλιές και ρόδα. Η περιγραφή δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού η Αφροδίτη ως θεά των κήπων λατρευόταν ιδιαίτερα στην Κρήτη (οι Κρητικοί μάλιστα έλεγαν πως από το νησί τους άρχισε η λατρεία της), ενώ τα μήλα και τα ρόδα ως ερωτικά σύμβολα συνδέονταν στενά με τη θεά. Στην τελευταία στροφή η Αφροδίτη καλείται να παρακαθίσει στο τραπέζι (θεοξένια) και να γεμίσει με νέκταρ τις κούπες. Το ποίημα, χαρακτηριστικό δείγμα της σαπφικής τέχνης, αποτελείται από εικόνες που δεν οργανώνονται γύρω από έναν πυρήνα, αλλά παρατάσσονται, διατηρώντας έτσι η κάθε μια το βάρος της. Οι ερωτικές αυτές εικόνες του άλσους, των μήλων, του λιβανιού, των ρόδων και των αλόγων εμπλέκουν, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, όλες τις αισθήσεις, όραση, όσφρηση, αφή, ακοή, ακόμη και τη γεύση με τη μνεία του νέκταρος.ΣΑΠΦΩ36. – Απόσπασμα 2 Lobel-Page ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]ανἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-4τω τις ἔραται·πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαιπ]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισακάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα8τὸν [πανάρ]ιστονκαλλ[ίποι]σ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σακωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήωνπά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν12[ ]σαν[ ]αμπτον γὰρ [[ ]…κούφως τ[ ]οη.[.]ν..]με νῦν Ἀνακτορί[ας ὀ]νέμναι-16σ᾽ οὐ ] παρεοίσας,τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμακἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπωἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις20πεσδομ]άχεντας.(μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτης) Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο [4] που καθένας ερωτεύεται. Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε[8] πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της,1 μήτε για τους γονείς της.2 [12] Της συνεπήρε η Κύπρις3το μυαλό. [16] Έτσι κι εγώ τώρα αναμνήστηκα την Ανακτορία4 απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. [20] Όχι αμάξια λυδικά5 και πάνοπλους πεζούς να μάχονται. 1 Την Ερμιόνη.2 Τον Τυνδάρεω και τη Λήδα.3 Η Αφροδίτη.4 Δεν γνωρίζουμε κάτι πιο συγκεκριμένο γι᾽ αυτή.5 Οι Λυδοί, αντίθετα, φαίνεται, από τη γενική τάση, συνέχισαν να χρησιμοποιούν πολεμικά άρματα ακόμα και τον πέμπτο αιώνα. τί τὸ κάλλιστον;Το ποίημα, που πιθανώς τέλειωνε με τον στ. 20, όπως φαίνεται να υποδηλώνει η επανασύνδεση με την αρχή, είναι, θα λέγαμε, η απάντηση της ποιήτριας στο ερώτημα τί τὸ κάλλιστον (ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο). Η απάντηση αυτή στην αρχή κατατίθεται ως αναιρετική αφοριστική δήλωση, στη συνέχεια υποστηρίζεται με το μυθικό παράδειγμα της Ελένης και καταλήγει ως συγκεκριμένη ονομαστική αναφορά στην αγαπημένη Ανακτορία που λείπει.Η όλη σύνθεση συνέχεται και τροφοδοτείται από το πλαίσιο που δημιουργεί ο λαϊκός στην καταγωγή του εκφραστικός τρόπος, που είναι γνωστός με τον όρο Priamel (άλλοι πιστεύουν το α, άλλοι το β, άλλοι το γ, εγώ όμως το δ. Απαριθμούνται και απορρίπτονται τα κοινώς θεωρούμενα κάλλιστα,για να εξαρθεί εμφατικότερα η κορύφωση που συνιστά η συχνά απροσδόκητη και αιρετική προσωπική επιλογή). Στην τελευταία στροφή το σχήμα αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο: το ερατεινό περπάτημα και η λάμψη του προσώπου της Ανακτορίας τίθεται για τη Σαπφώ πάνω από το εντυπωσιακό θέαμα των λυδικών αρμάτων και των πάνοπλων πεζών μαχητών.
ΑΛΚΑΙΟΣ (περ. 625-570 π.Χ.)
38. – Απόσπασμα 347 Lobel-Pageτέγγε πλεύμονας οἴνῳ, τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται2ἀ δ᾽ ὤρα χαλέπα, πάντα δὲ δίψαισ᾽ ὐπὰ καύματος,ἄχει δ᾽ ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ***ἄνθει δὲ σκόλυμος· νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται,5λέπτοι δ᾽ ἄνδρες, ἐπεὶ ‹δὴ› κεφάλαν καὶ γόνα Σείριοςἄσδει(μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)Βρέξε τα πλευμόνια με κρασί,1 ο Σείριος2 το άστρο ανατέλλει,δύσκολη είναι η εποχή, όλα από τον καύσωνα διψούν,απ᾽ τα φυλλώματα γλυκά τερετίζει το τζιτζίκι ***Ο σκόλυμος3 ανθοφορεί. Τώρα οι γυναίκες από τους πόθους είναι φλογισμένεςόμως οι άντρες είναι ασθενικοί, γιατί ο Σείριος τα γόνατα και το κεφάλιτους ξηραίνει. 1 Η έκφραση, η οποία στηρίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη της εποχής για τους πνεύμονες, ήταν ήδη την εποχή του Αλκαίου τυποποιημένη.2 Ο Σείριος (ή Κύων), ο πιο λαμπερός από τους απλανείς αστέρες, πρωτεμφανιζόταν στον ουρανό τον καιρό και στον τόπο που έζησε ο Αλκαίος στις 19 Ιουλίου, λίγο πριν από τη δύση του ήλιου. Η εμφάνισή του σηματοδοτούσε την έναρξη του κατακαλόκαιρου.3 Ποώδες φυτό (κοινώς ασκόλυμπρος ή ασπράγκαθο)· ανθίζει γύρω στα τέλη Ιουνίου. τέγγε πλεύμονας οἴνῳΣτα συμποτικά άσματα η πρόσκληση για οινοποσία δικαιολογείται συνήθως είτε με έναν μύθο είτε με αναφορά στις καιρικές συνθήκες. Στο απόσπασμα που ακολουθεί την αφορμή για την πρόσκληση δίνει η μεγάλη ζέστη. Όμως ο Αλκαίος δεν συνθέτει μια δική του, πρωτότυπη περιγραφή, αλλά ακολουθεί αρκετά πιστά μια περιγραφή που υπήρχε ήδη στον Ησίοδο (Ἔργα 582-96). Ο Αλκαίος μεταγράφει τους ησιόδειους εξαμέτρους σε ένα λυρικό μέτρο, "τονίζοντας" απλώς διαφορετικά το κείμενο που δανείστηκε. Σε σύγκριση με το κείμενο του Ησιόδου, η πιο αξιοπρόσεκτη διαφορά -εκτός από μικρότερες αποκλίσεις- συνίσταται στη μετάθεση της πρόσκλησης για οινοποσία από το τέλος στην αρχή του ποιήματος και στην απουσία αναφοράς στην αναλογία κατά την ανάμειξη του κρασιού με νερό. Η περίπτωση του ποιήματος αυτού είναι ενδιαφέρουσα, εκτός των άλλων, γιατί αφήνει να διαφανεί η εντελώς διαφορετική αντίληψη και αξιολόγηση της "πρωτοτυπίας" που υπήρχε στην αρχαιότητα σε σχέση με την εποχή μας.
ΑΝΑΚΡΕΩΝ ( 570-490 π.Χ.)
ο Ανακρέων έγραψε το παρακάτω ερωτικό ποίημα το 550πΧ:Ο δαμαστής ο Έρωταςκι η πορφυρή Αφροδίτη,μαζί σου παίζουν βασιλιάκι οι μαυρομάτες Νύμφες.Σε σένα που συχνά γυρνάςστις πιο ψηλές βουνοκορφές,ευλαβικά προσπέφτω.Τη προσευχή μου εισάκουσεκι έλα κοντά σε μένα,για να γενεί ό,τι ζητώ.Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε,καλά να συμβουλέψεις,τον έρωτά μου, βασιλιά,για να δεχτεί τ’ αγόρι.Πάλι ο ξανθός ο Έρωταςτη κόκκινή του μπάλαμου πετά και με κεντρίζειμε τη νια παιγνίδι ν’ αρχινήσω,που ’χει σαντάλια πλουμιστά.Μ’ αυτή, μια και κρατάαπ’ τη τρανή τη Λέσβοπου ’ναι γεμάτη αρχοντικά,σνομπάρει τ’ άσπρα μου μαλλιάκι αλλού κοιτά και χάσκει…
Ο Αρχίλοχος,
Ο Αρχίλοχος, ο αρχαιότερος λυρικός ποιητής της Ευρώπης γεννημένος στην Πάρο έγραφε γύρω στο 690πΧ:Εγώ τόσα της έλεγα και τη παρθένα πήρα.Τη πλάγιασα σιγά-σιγά στα χόρτα τ’ ανθισμένα,τύλιξα το γυμνό κορμί στη μαλακή μου χλαίνη,η αγκαλιά μου σφάλισε τριγύρω στο λαιμό της.Κι έτρεμε απ’ το φόβο της σα το μικρό λαφάκι,που τρέχει και το κυνηγούν οι κυνηγοί στο δάσο.Κι η πεθυμιά του έρωτα σφίγγοντας τη καρδιάσα σύννεφο πελώριο μου τύλιξε τα μάτιακι έκλεψεν απ’ τα στήθια μου τη πιο γλυκιά πνοή.
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΛΕΓΕΙΕΣ
Στον Μίμνερμο από την Κολοφώνα (7ος/6ος π.Χ. αι.) αποδίδουμε το ξεκίνημα της ερωτικής ελεγείας, γιατί ξέρουμε πως αγάπησε μιαν αυλητρίδα, τη Ναννώ,[56] και γιατί στους στίχους του όπου κακολογεί τα γεράματα (απόσπ. 1 W.) εύχεται να πεθάνει όταν πια δε θα γνοιάζεται για τη «χρυσή Αφροδίτη»,
Μίμνερμο από την Κολοφώνα (7ος/6ος π.Χ. αι.)
"κρυφές αγάπες, μειλίχια δώρα και κρεβάτι,που είναι της νιότης άνθη ελκυστικά,γι᾽ άντρες και για γυναίκες."
ΧΟΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ (περ. 516-450 π.Χ.)
Ο Βακχυλίδης από τη Τζια ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη, που του δίδαξε την τέχνη της χορωδιακής σύνθεσης. Η ζωή και το έργο του παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη ζωή και το έργο του ανταγωνιστή του, του Πίνδαρου. Όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποίησης και ταξίδεψε παρουσιάζοντας έργα του (διθυράμβους, παιάνες, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, επίνικους, εγκώμια και ερωτικά) σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου· όπως ο Πίνδαρος, επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των ισχυρών, ιδιαίτερα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, και έγραψε τραγούδια για τις νίκες τους στην Ολυμπία και στους Δελφούς·[94] τέλος, όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του σε μυθολογικές αφηγήσε
ΑΡΧΑΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 750 π.Χ. έως το 479 π.Χ.
ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 499 π.Χ. έως το 323 π.Χ.
Και η λυρική ποίηση ως σύνολο υποχώρησε στα κλασικά χρόνια· επιβίωσαν όμως και καλλιεργήθηκαν όσα είδη συνδέονταν με συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα, όπως η λατρεία των θεών, οι αθλητικοί αγώνες, τα συμπόσια κ.ά.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άκμασε στα κλασικά χρόνια· όμως οι ρίζες του είναι πανάρχαιες και τα πρώτα του βήματα ανιχνεύονται στην Αρχαϊκή εποχή, τον 6ο π.Χ. αιώνα.Ο Αριστοτέλης δεν αφήνει καμιάν αμφιβολία. Η τραγωδία, γράφει, αναπτύχτηκε ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον(Ποιητική 1449a), δηλαδή από τους κορυφαίους τραγουδιστές που καθοδηγούσαν τους Χορούς όταν έψαλλαν λατρευτικά τραγούδια για τον Διόνυσο. Έτσι, οι ρίζες του θεάτρου πρέπει να αναζητηθούν στην εξέλιξη του διθυράμβου.
ΤΡΑΓΩΔΙΑ
«Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b), «είναι η μίμηση μιας σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση.» Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση.Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα.«Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης, ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.
ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Αισχύλου, Αγαμέμνων, 1438-1447:Κατάχαμα της γυναικός του ο χαλαστήςο παρηγορητής των Χρυσηϊδων μες στην Τροία.Και αυτή εδώ η σκλάβα, η μάγισσαπροφήτισσα, παρακοιμώμενη τουπιστή ερωμένη του εβούλιαζε μαζί του τρίβονταςτης κουπαστής τα ξύλα.Πλήρωσαν ίσα και όμοια.Όπως αυτός έτσι και αυτή, που σαν τον κύκνο έψαλεστερνό τραγούδι του θανάτου, δίπλα στον εραστήμου την κουβάλησε με το στανιό στις ηδονές του κρεβατιού γλυκό προσφάι[2].