ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

επιλογή

e1r

επιλογή θηλυκό το να αποφασίζει κανείς ότι ένα πράγμα ή πρόσωπο είναι καλύτερο ή πιο κατάλληλο από άλλα για κάτι, το ναδιαλέγει κανείς κάτι ή κάποιονη ικανότητα ή δυνατότητα να διαλέξει κανείς κάτι ή κάποιονένα από το σύνολο πραγμάτων ή προσώπων από το οποίο μπορεί κανείς να διαλέξειμια απόφαση ενος προσώπου για κάτι.

εκούσια

αναγκαστική

σκοπός

φυγή

πολιτικά αίτια

a

φυσικά αίτια

a

εργασία

κοινωνικά αίτια

a

οικονομικά αίτια

a

νομιμότητα

a

νόμιμη

παράτυπη