rΗ εκκλησιαστική λειτουργική ποίηση προοριζόταν, ύστερα από μελοποίησή της, για να ψέλνεται κατά τη Θεία Λειτουργία και άλλες λατρευτικές τελετές. Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η λειτουργική ποίηση και μουσική χαρακτηρίζονται από απλότητα. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού οι ύμνοι, τα λειτουργικά δηλαδή άσματα με εγκωμιαστικό περιεχόμενο για το Θεό και γενικότερα τα ιερά πρόσωπα, λαμβάνουν πιο σύνθετες μορφές. Μέχρι τον Ζ' αιώνα περίπου οι δημιουργοί λειτουργικών ποιημάτων ονομάζονταν ποιητές και μελωδοί, όπως ο Ρωμανός ο Μελωδός, γιατί οι ίδιοι έγραφαν το ποιητικό κείμενο και τη μελωδία του. Από τον Η' αιώνα παρατηρείται διαφοροποίηση: ο ποιητής (στιχουργός), που ονομάζεται υμνογράφος, μπορούσε να είναι άλλο πρόσωπο από το μελοποιό (συνθέτης) του έργου του. Η εκκλησιαστική μουσική είναι μονοφωνική και φωνητική, δηλαδή εκτελείται από μια μόνο φωνή (ή και από περισσότερες σε ταυτοφωνία και χωρίς συνοδεία μουσικών οργάνων) και η μελωδία υποτάσσεται στο λόγο. Στην αρχή η σημειογραφία (δηλ. η μουσική γραφή, σήμερα χρησιμοποιούμε το πεντάγραμμο) είναι αλφαβητική, δηλαδή οι νότες σημειώνονται με γράμματα της αρχαίας ελληνικής, ακολουθώντας τη μουσική παράδοση της αρχαιότητας. Στη συνέχεια, από τον 8ο αιώνα, αρχίζουν να χρησιμοποιούνται άλλοι τύποι μουσικής γραφής. Το λειτουργικό δράμα, που έχει τη μορφή τελετής - ιερής ακολουθίας και συνδυάζει στοιχεία από το παλαιότερο δράμα (δηλαδή λόγο, μουσική, κίνηση κ.ά.), δεν ευδοκιμεί στην Ανατολική Εκκλησία.