by LIva LIva 4 years ago
568
More like this
Σκοπός και στόχοι του προγράμματος
Σκοπός μας είναι να παρέχουμε στα παιδιά
καθοδηγητικές αρχές και εργαλεία για την
ανάπτυξη της ολότητας τους
αναγνωρίζοντας ότι ο άνθρωπος αποτελείται
από σωματική διανοητική και πνευματική διάσταση
Στόχοι του προγράμματος
-να βοηθήσουμε τα παιδιά να σκεφτούν και να αναλογιστούν τις διαφορετικές αξίες και τις πρακτικές συνέπειες της έκφρασης τους σε σχέση με τον εαυτό τους και τους άλλους την κοινότητα και τον κόσμο γενικά
-να εμβαθύνει την κατανόηση τα κίνητρα και την υπευθυνότητα σε σχέση ε τη διαμόρφωση θετικών προσωπικοτήτων και κοινωνικών επιλογών
-πρόληψη της σχολικής βίας και του εκφοβισμού
-να εμπνεύσει εμάς τους εκπαιδευτικούς να επιλέξουμε τις
προσωπικές κοινωνικές ηθικές και πνευματικές ας αξίες και να
έχουμε επίγνωση των πρακτικών μεθόδων για την ανάπτυξη και την εμβάθυνσή τους
-να προσεγγίσουμε την εκπαίδευση σαν ένα μέσο που παρέχει στους μαθητές μια φιλοσοφία ζωής ώστε να διευκολύνουμε την συνολική τους εξέλιξη ανάπτυξη και τις επιλογές έτσι ώστε να εντάξουν τον εαυτό τους στην κοινότητα με σεβασμό αυτοπεποίθηση και αίσθηση σκοπού
Λίλη η Λεοπάρδαλη
του John McConnel
Η Λίλη η Λεοπάρδαλη σκεφτόταν ότι υπήρχε κάτι πάρα πολύ λάθος
με αυτήν. Αντίθετα από όλες τις άλλες λεοπαρδάλεις που ήξερε, οι
πιτσίλες της δεν ήταν μαύρες αλά ροζ. Δεν θα ήταν τόσο τρομερό αν οι
άλλες λεοπαρδάλεις την είχαν αποδεχτεί.
Αλλά οι άλλες λεοπαρδάλεις δεν την δέχονταν. Στην πραγματικότητα
ακόμα και η δική της οικογένεια την απέρριπτε. Η μητέρα της είχε
κλάψει όταν είχε δει την κόρη της όταν ήταν μωρό καλυμμένη με ροζ
πιτσίλες, και ο πατέρας της και οι δυο αδελφοί της, ο Τζούλιαν και ο
Ρίκυ, ντρέπονταν που είχαν μια τόσο παράξενη λεοπάρδαλη στην
οικογένεια. Οι άλλες λεοπαρδάλεις στην γειτονιά την αγνοούσαν, την
κορόιδευαν και μερικές φορές την κτυπούσαν, απλά και μόνο επειδή τα
σημάδια της ήταν ένα διαφορετικό χρώμα από τα δικά τους. Μερικές
φορές ένοιωθε φοβισμένη και θλιμμένη και άλλες φορές θύμωνε πάρα
πολύ. Έτσι αποφάσισε ότι θα έμενε μόνη τον περισσότερο καιρό.
Περνούσε τις μέρες της με το να κάθεται σε ένα θάμνο,
παρακολουθώντας τις άλλες λεοπαρδάλεις να τριγυρνούν. Ακόμη κι αν
περιστασιακά θα φώναζαν τη Λίλυ να έρθει έξω να παίξει αυτή θυμόταν
τις περασμένες προσβολές τους και μούγκριζε δυσάρεστα σε απάντηση
προς την πρόσκλησή τους. Δεν ήταν λάθος της που είχε ροζ σημάδια.
Ήταν διαφορετική και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Συχνά
αναρωτιόταν γιατί οι άλλες λεοπαρδάλεις δεν καταλάβαιναν. Είχε κάνει
ότι μπορούσε για να απαλλαγεί από τα ροζ σημάδια της. Η Λίλυ
προσπάθησε να τα εξαφανίσει τρίβοντας και πλένοντας τα,
προσπάθησε να τα κάνει να ξεθωριάσουν. Κάποια φορά ακόμα τα
έβαψε μαύρα αλλά το ροζ σύντομα έλαμψε κάτω από τη μπογιά.
Τίποτα δεν είχε αποτέλεσμα. Μετά από ένα διάστημα κατάλαβε ότι θα
τα είχε για πάντα.... Τι άλλο μπορούσε να κάνει;
Μια μέρα ενώ 4 μικρά την κορόιδευαν, η Λίλυ αποφάσισε να το
σκάσει από το σπίτι. Είχε περάσει αρκετά. Έτρεξε στην ζούγκλα όσο
πιο γρήγορα μπορούσε. Η Λίλυ έτρεχε για ώρες απλά σταματώντας για
να ξεκουραστεί που και που και μετά για να σκουπίσει τα δάκρυά από
τα μάτια της. Τελικά ήρθε να ξεκουραστεί σε ένα ξέφωτο κι
αποκοιμήθηκε.
Ξύπνησε από την απαλή αίσθηση μιας γλώσσας πάνω στη μύτη της.
Καθώς κοίταξε προς τα πάνω είδε το πιο εκπληκτικό θέαμα. Μπροστά
της στέκονταν μια υπέροχη μεγάλη αρσενική λεοπάρδαλη με έντονα
πράσινα σημάδια. Η Λίλυ ήταν τόσο έκπληκτη με αυτό που είδε που
ανοιγόκλεισε τα μάτια της δυο φορές απλά για να βεβαιωθεί ότι δεν
ονειρευόταν. Είχε συχνά ονειρευτεί άλλες λεοπαρδάλεις με σημάδια
διαφορετικών χρωμάτων αλλά ποτέ δεν φανταζόταν ότι υπήρχαν τέτοιες
λεοπαρδάλεις. Η υπέροχη λεοπάρδαλη με τα ζωηρά πράσινα σημάδια
της είπε ότι το όνομά του ήταν Λέννυ και τη ρώτησε τι έκανε τόσο
μακριά από το σπίτι. Καθώς μιλούσε, φαινόταν να λάμπει από
αυτοπεποίθηση και ευτυχία. Τα μάτια του ήταν γεμάτα από ευγένεια και
έτσι η Λίλυ ένοιωσε ασφάλεια και γρήγορα αφέθηκε και του είπε την
ιστορία της.
Ο Λέννυ ήσυχα άκουσε την ιστορία της. Όταν τελείωσε της έδωσε
μια ζεστή αγκαλιά και τη βοήθησε να στεγνώσει τα μάτια της. Μετά της
χαμογέλασε και είπε:
- Αυτό που χρειάζεσαι είναι μερικός αυτοσεβασμός.
- Αλήθεια; (ρώτησε η Λίλυ). Τι είναι αυτό;
- Αυτοσεβασμός σημαίνει να σου αρέσει ο εαυτός σου, ακόμη κι όταν
δεν αρέσει στους άλλους (είπε ο Λέννυ). Σημαίνει να εκτιμάς όλα τα
Ιδιαίτερα πράγματα σχετικά με τον εαυτό σου.
- Δεν υπάρχει τίποτα το ιδιαίτερο σχετικά με μένα εκτός από αυτά τα
ροζ σημάδια, και τα μισώ (κλαψούρισε....). Είμαι τόσο παράξενη και
άσχημη.... Μακάρι να μην είχα γεννηθεί ποτέ....
- Μην είσαι ανόητη (είπε ο Λέννυ....), είσαι πολύ ιδιαίτερη. Δεν υπάρχει
κανένας σαν εσένα σε ολόκληρο τον κόσμο και μπορώ να δω ότι έχεις
πολλές καλές ιδιότητες.
Ο Λέννυ σταμάτησε για μια στιγμή.... Φαινόταν να σκέφτεται.
- Έχω μια ιδέα‚ (είπε....), ας φτιάξουμε μια λίστα από όλα τα πράγματα
που σου αρέσουν σχετικά με τον εαυτό σου.
- Εντάξει (είπε η Λίλυ, νοιώθοντας λίγο καλύτερα. Κάθισε μερικά λεπτά
για να σκεφτεί και μετά είπε): Λοιπόν, είμαι ευγενική και νοιάζομαι για
τους άλλους και προσπαθώ να είμαι φιλική. Βοηθώ την μαμά μου και
τον μπαμπά μου και είμαι πολύ στοργική.
Η Λίλυ σταμάτησε ένα λεπτό, η φωνή της εξασθένησε.... Ο Λέννυ
κούνησε το κεφάλι του πρόθυμα με σκοπό να την ενθαρρύνει. Η Λίλυ
ένοιωσε ξανά ασφαλής και έτσι συνέχισε.
- Έχω όμορφα χρυσά μάτια και είμαι πολύ γρήγορη στο τρέξιμο. Είμαι
γενναία και δυνατή και....
Ακριβώς τότε η λεοπάρδαλη Λούσυ εμφανίστηκε μαζί με τη
λεοπάρδαλη Λώρα. Η Λούσυ ήταν γεμάτη με μπλε πιτσιλιές και η Λώρα
με βυσσινί πιτσιλιές. Μόλις είδαν τη Λίλυ ενθουσιάστηκαν‚
χαμογέλασαν πλατιά και αναπήδησαν στον αέρα.
- Τί όμορφη λεοπάρδαλη που είσαι‚ και τι όμορφο δέρμα έχεις....
- Ευχαριστώ
Απάντησε η Λίλυ, χαμογελώντας καθώς θυμήθηκε ότι υπήρχαν πολύ
περισσότερα σχετικά με αυτήν από όσα έβλεπε κανείς. Ξαφνικά
ένοιωσε πολύ καλύτερα.
- Είναι εντάξει να είσαι διαφορετικός (σκέφτηκε....). Στην
πραγματικότητα νομίζω ότι τα σημάδια μου είναι μάλλον όμορφα. Αν
άλλες λεοπαρδάλεις δεν με συμπαθούν εξαιτίας των ροζ σημαδιών μου,
αυτό συμβαίνει γιατί δεν ξέρουν κάτι καλύτερο. Χαίρομαι που είμαι
μοναδική.
Η Λίλυ πέρασε μερικές ακόμα ώρες παίζοντας με τους καινούριους
και ζωηρόχρωμους φίλους της. Αλλά μόλις άρχισε να δύει, η Λίλυ
άρχισε να σκέφτεται την οικογένειά της. Ίσως ανησυχούσαν γι αυτήν....
σκέφτηκε.... Η Λίλυ αποχαιρέτησε τον Λεννυ‚ τη Λούσυ και τη Λώρα.
Τους υποσχέθηκε ωστόσο ότι θα τους επισκεπτόταν σύντομα ξανά και
έφυγε. Καθώς περπατούσε προς το σπίτι παρακολουθούσε τον ήλιο να
δύει. Για πρώτη φορά παρατήρησε τα πολλά λαμπερά χρώματα στον
ουρανό. Ο ουρανός ήταν ροζ, μπλε, πράσινος, βυσσινί και πορτοκαλί.
«Πόσο όμορφα....», σκέφτηκε. «Αναρωτιέμαι γιατί δεν πρόσεξα ποτέ
πριν όλα αυτά τα χρώματα....».
Όταν η Λίλυ έφτασε τελικά σπίτι‚ η μαμά της, ο μπαμπάς της και οι
δυο αδελφοί της έτρεξαν να τη συναντήσουν. Καθώς ήρθαν πιο κοντά
στη Λίλυ παρατήρησαν ότι υπήρχε κάτι διαφορετικό σχετικά με αυτήν.
Έμοιαζε να λάμπει και να ακτινοβολεί. Κρατούσε το κεφάλι της ψηλά
καθώς προχωρούσε μπροστά και τους χαμογελούσε ζεστά..... «Είναι
αληθινά πολύ όμορφη» σκέφτηκαν. Και αναρωτήθηκαν γιατί δεν το
είχαν προσέξει ποτέ πιο πριν....
δεν μου αρέσει όταν το κάνεις αυτό, θέλω να σταματήσεις
Idiom is the figure of speech that uses a combination of words which challenges the conventional usage of those words.
What is the idiom that you found in the novel/poem?
Type it in.
Example: 'a stitch in time saves nine'.
η ιστορία ενός μικρού κεριού
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα μικρό κεράκι που βρισκόταν σε ένα δωμάτιο μαζί με πολλά άλλα κεριά. Τα περισσότερα απ’ αυτά όμως ήταν πολύ μεγαλύτερα και πολύ ομορφότερα από αυτό.
Μάλιστα, μερικά ήταν δεμένα με κορδέλλες πολύχρωμες και τραβούσαν την προσοχή όλων. Δεν ήξερε τον λόγο που βρισκόταν εκεί, και τα άλλα μεγάλα κεριά το έκαναν να αισθάνεται μικρό και ασήμαντο.
Όταν έπεσε ο ήλιος και σκοτείνιασε το δωμάτιο, είδε έναν άνθρωπο να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο… Έρχονταν προς το μέρος του κρατώντας ένα αναμμένο σπίρτο. Κατάλαβε τότε οτι θα του έβαζε φωτιά.
Μη!!! φώναξε, σε παρακαλώ μη!
Όμως επειδή ήξερε οτι δεν μπορούσε να ακουστεί, ετοιμάστηκε να υποφέρει τον πόνο, που ήταν σίγουρο οτι θα ακολουθούσε.
Μα, τότε, προς μεγάλη του έκπληξη, το δωμάτιο γέμισε με φως! Αναρωτήθηκε από που έρχεται το φως, αφού ο άνδρας είχε σβήσει το σπίρτο. Κατάλαβε ότι προερχόταν από τον εαυτό του!
Ύστερα ο άνδρας πήρε αυτό το μικρό κεράκι και άναψε κι όλα τα άλλα κεριά τριγύρω. Και τότε όλα τα κεριά έδιναν το ίδιο φως με εκείνο!
Καθώς περνούσαν οι ώρες, το κερί άρχισε να λιώνει. Κατάλαβε ότι σύντομα θα πέθαινε. Με την παρατήρηση αυτή, ανακάλυψε και τον λόγο που είχε δημιουργηθεί.
– Ίσως ο λόγος που βρίσκομαι στη Γη, είναι για να δίνω φως μέχρι να πεθάνω, ψιθύρισε.
Κι αυτό έκανε…
How do you explain your choice? Type in the explanation.
Example:
- A timely effort saves you from much harder work later.
What is the literary work in which you found the idiom? What genre is it?
Example: Pie-IX: A Stitch in Time Saves Nine by Jaida Jones, K.J. Sturgeon - short story.
Τα ευτυχισμένα σφουγγάρια
της Teresa Garcia Ramos
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε ένας ωκεανός όπου ζούσαν μερικά πολύ ευτυχισμένα σφουγγάρια. Δεν ήταν απλά ένας ωκεανός αλλά ένας ωκεανός αγάπης. Αυτός ήταν ο λόγος για την ευτυχία τους, ήταν πάντα γεμάτα από αγάπη.
Μια μέρα ένα από τα σφουγγάρια πλησίασε το άκρο του ωκεανού.
Αποφάσισε να παίξε με τα κύματα και να κυλιστεί ως την παραλία. Στο τέλος έφτασε την παραλία. Και τι είδε; Ένα κορίτσι καθόταν πάνω στην άμμο.
Δεν φαινόταν να προσέχει τον όμορφο ωκεανό ή τον καθαρό γαλανό ουρανό, αλλά απλά κοίταζε προς τα κάτω. Δεν φαινόταν πολύ ευτυχισμένη. Το σφουγγάρι με έκπληξη έβλεπε ένα τόσο λυπημένο πρόσωπο μία τόσο ηλιόλουστη μέρα. Το σφουγγάρι τη χαιρέτησε.
- Γεια σου κορίτσι. Τί συμβαίνει.... Φαίνεσαι δυστυχισμένη.... Πάντα άκουγα ότι τα αγόρια και τα κορίτσια χαμογελάνε διαρκώς.
Το κορίτσι απάντησε σχεδόν απρόθυμα....
- Όχι. Πολλοί άνθρωποι νοιώθουν θλίψη....
Κοίταξε το σφουγγάρι προσεκτικά και είπε:
- Μου προκαλεί έκπληξη να βλέπω ένα τόσο ευτυχισμένο σφουγγάρι.
Ποτέ δεν έχω δει ένα τόσο ευτυχισμένο πρόσωπο.... Γιατί είσαι τόσο ευτυχισμένο;
Το σφουγγάρι απάντησε:
- Είναι πολύ εύκολο. Αφού ζω σε έναν ωκεανό αγάπης, τα σφουγγάρια σαν εμένα συνέχεια απορροφούν αγάπη. Μοιραζόμαστε αυτήν την αγάπη με τους άλλους. Και όταν ένα σφουγγάρι αφαιρείται και ξεχνάει να παίρνει αγάπη, τότε μερικά ατυχήματα συμβαίνουν. Μόνον τότε
μερικά σφουγγάρια στεναχωριούνται ή θυμώνουν.
Το κορίτσι κάθισε λίγο πιο ίσια και ρώτησε πρόθυμα.
- Τι κάνετε τότε;
- Λοιπόν, (απάντησε το σφουγγάρι), τότε όλα τα άλλα σφουγγάρια πηγαίνουν στο λυπημένο ή θυμωμένο σφουγγάρι. Γεμίζουμε τους εαυτούς μας με αγάπη και μετά πιέζουμε τους εαυτούς μας και δίνουμε αγάπη στο λυπημένο ή θυμωμένο σφουγγάρι.... Είναι εύκολο!
Το κορίτσι είπε:
- Είσαι φίλος μου, σφουγγάρι. Νομίζω ότι θα ήθελα να είμαι σαν εσένα.
Πιστεύεις ότι είναι δυνατό για αγόρια και κορίτσια να γεμίζουν αγάπη και να είναι τόσο ευτυχισμένα όσο εσύ;
Το σφουγγάρι απάντησε:
- Φυσικά!
Και αυτή είπε:
- Αλλά δεν είμαι σφουγγάρι. Είμαι ένα κορίτσι. Πώς μπορώ να το κάνω;
Το σφουγγάρι είπε:
- Δεν πειράζει, απλά πρέπει να πιστεύεις στην αγάπη. Είσαι σαν
σφουγγάρι επειδή μπορείς να γεμίζεις τον εαυτό σου με αγάπη και μπορείς να δίνεις αυτήν την αγάπη στους άλλους.
Το κορίτσι αναφώνησε με χαρά:
- Αυτό είναι υπέροχο. Εγώ θα αρχίσω να κάνω εξάσκηση.
Πήρε μια βαθιά αναπνοή και άρχισε να γεμίζει με αγάπη το μυαλό της. Σκεφτηκε τα αγαπημένα της πρόσωπα , το χαμόγελο τους, τη μαμά, το παππού , τη γιαγιά, σκέφτηκε όμορφες στιγμές
Χαμογέλασε και είπε:
- Είναι αλήθεια. Νιώθω ήδη πιο ευτυχισμένη.
Το σφουγγάρι είπε:
- Βλέπεις‚ είναι εύκολο. Σχετικά με την αγάπη είμαστε όλοι το ίδιο.
Alliteration is the figure of speech that uses the repetition of the first sound or sounds in words following each other in succession.
What is the alliteration that you found in the novel/poem? Type it in.
Example:
- ''They thrive on thistle and I thoroughly thought that I threw the thistle out there.''
How do you explain your choice?
Example:
- Almost all the words in the sentence begin with 'th'.
το σχολείο της καρδιάς
Το σχολείο της καρδιάς
της Diana Hsu
Ο Μαρκ ζούσε σε μια μικρή πόλη όχι μακριά από εδώ. Ζούσε με την μητέρα του σε ένα μικρό σπίτι. Το σπίτι περιτριγυριζόταν από πράσινα λιβάδια και τεράστια δέντρα και το σχολείο που πήγαινε ήταν σε απόσταση που την έκανε με τα πόδια.
Ο Μαρκ μερικές φορές σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που δεν ήταν ανάγκη να ζει σε μια από αυτές τις μεγάλες πόλεις όπου δεν υπήρχαν καθόλου πάρκα στα οποία να μπορεί να παίξει με τους φίλους του.
Εκτός από το να παίξει στο ύπαιθρο πολύ στον Μαρκ άρεσε να περνάει χρόνο στο δωμάτιό του. Ήταν πάντα απασχολημένος. Του άρεσε να μαζεύει γραμματόσημα απ’ όλο τον κόσμο, να παίζει με αυτοκίνητα και λεωφορεία‚ λέγκο και αεροπλανάκια. Αλλά ένα πράγμα που δεν του άρεσε πολύ ήταν να πηγαίνει σχολείο.
Μία Δευτέρα πρωί, καθώς άρχισε να περπατάει προς το σχολείο, κάπως ένοιωσε ότι αυτή θα ήταν μία πολύ ιδιαίτερη μέρα. Ήταν μία λαμπερή μέρα, ο ήλιος έλαμπε, τα πουλιά τραγουδούσαν, όμορφες πεταλούδες πετούσαν και ο αέρας ήταν γεμάτος με το γλυκό άρωμα
πολύχρωμων λουλουδιών. Ένοιωθε σαν αυτή να ήταν αληθινά η πιο ιδιαίτερη μέρα σε όλη του τη ζωή. Ο Μαρκ σταμάτησε να περπατά.
Κάθισε κάτω στο γρασίδι και έκλεισε τα μάτια του. Καθώς άρχισε να το απολαμβάνει αυτό, χαλάρωσε. Τότε ξαφνικά με τα μάτια ακόμα κλειστά είδε τον εαυτό του να περπατά προς τα μπρος και να φτάνει σ’ ένα σπίτι σε σχήμα καρδιάς. Καθώς ήρθε πιο κοντά στο σπίτι, μπορούσε να νοιώσει ότι αυτό ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος.
Τώρα μπορούσε να διαβάζει τα γράμματα πάνω από την Πόρτα
«Το Σχολείο για Στοργικά παιδιά»
Σαν από μαγνήτη, ο Μαρκ ένοιωσε να τραβιέται από κάτι να κοιτάξει μέσα από το παράθυρο και «Ω!!!», αναφώνησε‚ «Τι υπέροχος κόσμος!».
Είδε μια τάξη σχολείου διακοσμημένη με πολύχρωμες ζωγραφιές από πεταλούδες ουράνια τόξα, λουλούδια και ευτυχισμένα παιδιά που έπαιζαν. Είδε στροβίλους από πουλιά αστέρια και καρδιές. Οι κουρτίνες και τα έπιπλα είχαν ζωηρά χρώματα και στα παράθυρα υπήρχαν
διάφανες εικόνες και κολλάζ ανάμεσα από τα οποία το φως έλαμπε σαν ένα ουράνιο τόξο. Ο Μαρκ είδε την δασκάλα και τα παιδιά της να κάθονται σ’ ένα κύκλο πάνω στο χαλί.
Κοίταξε τα πρόσωπά των παιδιών. Ακτινοβολούσαν από ευτυχία.
Και τότε ένα συγκεκριμένο παιδί τράβηξε το βλέμμα του. «Είμαι εγώ!.... είμαι αληθινά εγώ!», σκέφτηκε, «Είμαι ένα από αυτά τα ευτυχισμένα γεμάτα αγάπη παιδιά‚ λάμποντας από τόση πολλή χαρά....»
Ο Μαρκ έμεινε έκπληκτος και ξαφνικά ένοιωσε τόσο ελαφρύς - ήταν σαν να του έλεγε η καρδιά του «Είμαι ένα ευτυχισμένο παιδί γεμάτο αγάπη». Και τότε ξαφνικά το σχολείο εξαφανίστηκε.
Ο Μαρκ σηκώθηκε από το γρασίδι και με ελαφρά βήματα συνέχισε προς το σχολείο, ευχόμενος το σχολείο του να ήταν σαν αυτό που μόλις είχε δει. Το επόμενο πρωί ο Μαρκ ανυπομονούσε να φτάσει σ’ εκείνο το ίδιο σημείο στο γρασίδι ξανά. Ήθελε να δει εκείνο το σχολείο της καρδιάς ξανά. Έψαχνε και έψαχνε αλλά το σχολείο πουθενά να εμφανιστεί. Ήταν όλα ένα όνειρο; Με κάποιο τρόπο ήξερε ότι δεν ήταν.
Ένοιωσε μια ξαφνική απογοήτευση.
«Νιώθω.... νιώθω.... θέλω να κλάψω!...» σκέφτηκε ο Μαρκ.
«Μαρκ!, Μαρκ!», άκουσε κάποιον να ψιθυρίζει. Κοίταζε προς τα πάνω και κυλώντας προς τα κάτω από τον ουρανό καθισμένη πάνω σε ένα γιγάντιο αερόστατο σαν ουράνιο τόξο, ήταν μια χαμογελαστή Χρυσή Αρκούδα. Καθώς το αερόστατο προσγειώθηκε‚ το σχολείο σε σχήμα καρδιάς εμφανίστηκε πίσω του. «Γεια», είπε η χρυσή αρκούδα.
Παίρνοντας το χέρι του Μαρκ ψιθύρισε απαλά. «Έλα να δεις μόνος σου Μαρκ». Και όπως κοίταζε ανάμεσα από το παράθυρο‚ μπορούσε να δει τον εαυτό του να στέκεται με τους άλλους‚ κρατώντας χέρια σε ένα κύκλο και ακούγοντας τη δασκάλα.
«Μαρία, μπορείς σε παρακαλώ να παίξεις το φλάουτο;» ρώτησε η δασκάλα. Όταν η Μαρία άρχισε να παίζει το φλάουτο όλοι άρχισαν να χορεύουν. Πόσο πολύ διασκέδαζαν.... Και ο Μαρκ πρόσεξε πως κανείς δεν έσπρωχνε, ούτε έσπαγε τον κύκλο ούτε κλωτσούσε ή φερόταν άσχημα στους άλλους, και κανείς δεν έμενε έξω. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από μαγικούς ήχους.
Καθώς ο Μαρκ συνέχισε να παρακολουθεί‚ τα παιδιά και η δασκάλα μετακινούνταν από μια δραστηριότητα σε μια άλλη χωρίς να λέγονται άσχημα λόγια. Λίγο αργότερα, ο Μαρκ είδε τον εαυτό του να ζωγραφίζει και να μοιράζει τα μολύβια του με τους άλλους. Η δασκάλα, με ένα χαμογελαστό πρόσωπο και ευγενικά μάτια, πήγαινε από παιδί σε παιδί,
ακούγοντας προσεχτικά καθώς κάθε παιδί της έλεγε σχετικά με τις ζωγραφιές του /της.
Όταν τελείωσαν όλες οι ζωγραφιές ο Μαρκ είδε τα παιδιά να
συμμαζεύουν τα πράγματά τους και μετά να διακοσμούν τους τοίχους.
Κάθε παιδί θαύμαζε τη δουλειά των άλλων. Τι αρμονία υπήρχε!
Ο Μαρκ παρακολουθούσε καθώς η δασκάλα κοιτούσε πάνω από τον ώμο του αγοριού που έμοιαζε μ’ αυτόν και είπε: «Μπράβο Μαρκ!Η ζωγραφιά σου είναι υπέροχη!>>
.
Ο Μαρκ κοίταξε προς τα πάνω στην χρυσή αρκούδα. «Πώς μπορεί να είμαι εγώ αυτός; Εγώ δεν είμαι καλός στην ζωγραφική . Η δασκάλα σπάνια είναι ευχαριστημένη
μαζί μου». Η Χρυσή Αρκούδα απλά χαμογέλασε και κράτησε το χέρι του Μαρκ σφιχτά. «Απλά παρακολούθησε, απλά παρακολούθησε!».
Όταν ο Μαρκ κοίταξε προς τα πάνω ανάμεσα από το παράθυρο ξανά είδε τον εαυτό του να διαβάζει με αυτοπεποίθηση δυνατά στην τάξη.
Προς μεγάλη του έκπληξη όλοι άκουγαν με προσοχή. «Κοίταξε αυτό‚ μπορώ να το κάνω, μπορώ να το κάνω...» είπε στην χρυσή Αρκούδα.
«Μπορώ να ζωγραφίζω χωρίς να νοιώθω τρομαγμένος !». «Φυσικά και μπορείς!», είπε η χρυσή αρκούδα. Φαινόταν να ξέρει τον Μαρκ καλά. Τι θαύμα!...
Τότε τα παιδιά κάθισαν κάτω σε ένα κύκλο για να πάρουν το γεύμα τους. Καθώς το φαγητό μοιραζόταν ο Μαρκ μπορούσε να δει τον εαυτό του να περιμένει υπομονετικά. Κανένας δεν έσπρωχνε και κανένας δεν φώναζε «Εγώ πρώτος! Αυτό είναι δικό μου! Δώστο σε μένα! Δεν είμαι φίλος σου άλλο πια!». Και κανένας δεν άρπαζε το φαγητό από κανέναν άλλο.
Ο Μαρκ είδε τον εαυτό του να ρωτάει το φίλο του: «Θα ήθελες ένα κομμάτι κέικ;». «Ευχαριστώ!», απάντησε ο φίλος του και του πρόσφερε φρούτα και φιστίκια.
Μετά το γεύμα, ο Μαρκ πρόσεξε ότι τα παιδιά φαίνονταν ευτυχισμένα να βοηθούν το ένα το άλλο. Κανένα δεν γελούσε με τα λάθη των άλλων. Όλοι φαίνονταν να είναι φίλοι - και ευτυχισμένοι να βλέπουν ο ένας τον άλλο να πετυχαίνει!
Όταν ήταν ώρα να πάνε σπίτι η δασκάλα είπε: «Περιμένω με
ανυπομονησία να σας ξαναδώ αύριο». Καθώς ο Μαρκ είδε τον εαυτό του να φεύγει, ο δάσκαλος χαμογέλασε και είπε «γεια σου Μαρκ». Ο Μαρκ στράφηκε προς τη χρυσή αρκούδα: «Πώς μπορώ να είμαι σαν αυτόν;». Η χρυσή αρκούδα απλά χαμογέλασε και είπε: «Αν, από την καρδιά σου θέλεις αληθινά να αλλάξεις απλά περίμενε και θα δεις....
απλά περίμενε και θα δεις!... Γεια σου Μαρκ..». Και έφυγε μακριά η Χρυσή αρκούδα.
Σταματήστε εδώ το διάβασμα και συνεχίστε το την επόμενη μέρα.
Όταν ήταν ώρα για ύπνο ο Μαρκ σκέφτηκε πόσο υπέροχα θα ήταν να ονειρευτεί το Σχολείο της Καρδιάς ξανά. Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε αλλά κανένα Σχολείο Καρδιάς δεν εμφανίστηκε. Περίμενε λίγο ακόμα και τίποτα δεν συνέβη. «Α‚ εντάξει σκέφτηκε. Ήταν ωραίο όσο κράτησε». Αλλά τότε ακριβώς μπροστά του αργά και απαλά η χρυσή
αρκούδα κύλησε στο κάτω μέρος του κρεβατιού του, κρατώντας το μπαλόνι ουράνιο τόξο. «Εσύ είσαι; Αναρωτιόμουν αν ποτέ θα σε έβλεπα ξανά». «Γεια σου» είπε η χρυσή αρκούδα. «Άκουγα τις σκέψεις της καρδιάς σου. Θέλεις να είσαι ο ευτυχισμένος εαυτός σου ο αληθινός εαυτός σου. Ο καθένας θέλει να τον αγαπούν όλοι». «Ναι», είπε ο Μαρκ αργά, «είναι σαν μαγεία το πώς φαίνεται ότι τα ξέρεις όλα!». «Λοιπόν»,
είπε η χρυσή αρκούδα, «δεν είναι τόσο δύσκολο όσο νομίζεις. Να σε βοηθήσω λίγο; Πρόκειται να σου δείξω ένα μυστικό. Κοίτα υπάρχουν δυο κουτιά. Διάβασε τι είναι γραμμένο πάνω τους».
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ – ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟ
Η χρυσή Αρκούδα πήρε το Δυστυχισμένο κουτί και ρώτησε: «Τι
νομίζεις ότι υπάρχει σε αυτό το κουτί;». «Δεν ξέρω», απάντησε ο Μαρκ, «αλλά δεν μπορεί να είναι κάτι καλό!».
Η χρυσή αρκούδα άνοιξε το Δυστυχισμένο Κουτί και έβγαλε έξω
τέσσερις κάρτες. «Τι είναι γραμμένο πάνω τους;», ο Μαρκ ρώτησε την αρκούδα ανυπόμονα. «Μάντεψε πρώτος» είπε η χρυσή αρκούδα.
«Μμμ.... δεν ξέρω!», απάντησε ο Μαρκ. Η χρυσή αρκούδα φάνηκε έκπληκτη. «Αλλά ξέρεις τι σε κάνει δυστυχισμένο δεν είναι έτσι;».
«Λοιπόν ναι!». Ο Μαρκ άρχισε αργά, «όταν πιέζω η πληγώνω άλλους ή αν με πιέζουν ή με πληγώνουν, αυτό με κάνει δυστυχισμένο».
«Ακριβώς!», είπε η Αρκούδα. «Τώρα θα διαβάσω τι είναι γραμμένο στις κάρτες: το να σπρώχνεις και να κλωτσάς τους άλλους, να λες σκληρά λόγια που πληγώνουν, να σκέφτεσαι -Δεν μπορώ να το κάνω- και το να
είσαι ανυπόμονος». «Είναι αυτό ότι με κάνει πραγματικά
δυστυχισμένο;», ρώτησε ο Μαρκ. «Όταν πληγώνω άλλους ή όταν είμαι ανυπόμονος;» «Ναι, ακριβώς», είπε η χρυσή αρκούδα, «και τότε ο καθένας είναι δυστυχισμένος μαζί σου επίσης». «Σε παρακαλώ πάρε τις κάρτες από το Ευτυχισμένο Κουτί τώρα», ο Μαρκ ζήτησε από την
αρκούδα. Η Αρκούδα πήρε τέσσερις κάρτες από το Ευτυχισμένο Κουτί και τις διάβασε στον Μαρκ: «Να είσαι υπομονετικός, να λες μόνον ευγενικά λόγια, να βοηθάς τους άλλους και πάντα να έχεις καλές σκέψεις για τον εαυτό σου και τους άλλους». «Είναι αυτό το μυστικό για να είσαι ευτυχισμένος;», ρώτησε ο Μαρκ. «Ναι», εξήγησε η αρκούδα, «και όταν
είσαι ευτυχισμένος, τότε είναι που είσαι ο αληθινός σου εαυτός. Να γιατί είναι τόσο εύκολο ν’ αλλάξεις. Θα σε βοηθήσω», πρόσθεσε κοιτώντας την έκφραση στο πρόσωπο του Μαρκ.
«Άκουσε πολύ προσεκτικά τώρα», είπε η χρυσή αρκούδα, «αύριο, όταν ετοιμάζεις τη σχολική σου τσάντα, άνοιξε το Ευτυχισμένο Κουτί και βγάλε έξω μια κάρτα. Διάβασε το μήνυμα προσεκτικά και όταν είσαι στο σχολείο κάνε απλά αυτό που λέει η κάρτα. Αν το ακολουθήσεις θα δουλέψει. Θα σε δω αύριο το βράδυ να μάθω πώς πήγε η μέρα σου».
Και γρήγορα η χρυσή αρκούδα ανασηκώθηκε και πέταξε μακριά με το μπαλόνι - ουράνιο τόξο γνέφοντας και χαμογελώντας καθώς ο Μαρκ της έγνεφε και χαμογελούσε σε απάντηση. Το επόμενο πρωί, ο Μαρκ σηκώθηκε από το κρεβάτι νωρίς και ετοιμάστηκε γρήγορα. Αυτή επρόκειτο να είναι η πρώτη μέρα ευτυχίας στο σχολείο. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Μαρκ πήρε μία κάρτα από το Ευτυχισμένο Κουτί του. Καθώς έπαιρνε την πρώτη κάρτα, του φάνηκε ότι άκουγε τη φωνή της χρυσής
αρκούδας: «Ποια κάρτα έχεις τραβήξει Μαρκ; πες μου». Έκπληκτος ο Μαρκ κοίταξε γύρω του αλλά δεν μπορούσε να δε τον μικρό αρκούδο.
«Παράξενο», σκέφτηκε αλλά πραγματικά είχε ακούσει τη φωνή του
«Πες μου τι έχεις διαλέξει», ο Μαρκ άκουσε ξανά.
«Εντάξει πήρα μία κάρτα και λέει κάνε το κάθε τι με χαμόγελο», είπε ο Μαρκ δυνατά. «Ωω, αυτό είναι υπέροχο». Ο Μαρκ μπορούσε να ακούει τον αρκούδο να λέει «Είναι εύκολο. Πες μου‚ τι πρόκειται να κάνεις;». Ο Μαρκ άρχισε αργά, «θα.... θα.... θα λέω καλημέρα σε όλους με χαμόγελο. Αν κάποιος δεν είναι φιλικός, θα χαμογελώ αντί να τον χτυπήσω ή να πω κάτι άσχημο. Αν η δασκάλα μου, μου πει να γράψω πιο προσεκτικά, θα της χαμογελώ αντί να εκνευρίζομαι, και.... », τέλειωσε βιαστικά, «όπως και να έχει, θα κάνω το κάθε τι με χαμόγελο
σήμερα!».
«Εντάξει», χαμογέλασε η χρυσή αρκούδα, «θα τα πούμε απόψε!». Όταν ο Μαρκ γύρισε σπίτι από το σχολείο εκείνη την ημέρα ανυπομονούσε να δει τον μικρό αρκούδο να μοιραστεί όλα τα νέα μαζί του. Ο Μαρκ κοίταξε τριγύρω και σύντομα αρκούδος εμφανίστηκε γλιστρώντας προς τα κάτω πάνω στο μπαλόνι - ουράνιο τόξο.
«Θα μπορούσα να δω το ευτυχισμένο σου πρόσωπο από μακριά», είπε ο αρκούδος.
«Ναι, αρκούδε, ω ήταν μια υπέροχη μέρα. Έκανα το κάθε τι ακριβώς όπως σου τα είπα αυτό το πρωί και μάντεψε τι συνέβη! Όχι μόνο χαμογέλασα είπε ο Μαρκ περήφανα αλλά οι άλλοι άρχισαν να χαμογελούν επίσης και φαίνονταν να τα πηγαίνουν καλύτερα ο ένας με τον άλλο». «Μπράβο!..», είπε ο αρκούδος. «Ναι», πρόσθεσε ο Μαρκ.
«Και ο Ούγκο ήθελε να με κλωτσήσει αλλά απλά στάθηκα εκεί χωρίς φόβο και χαμογέλασα.... και ξέρεις τι συνέβη τότε; Ξέχασε να με κλωτσήσει.... Με κοίταξε μ’ ένα κάπως αστείο τρόπο κι έκανε μεταβολή κι έφυγε μακριά. Νομίζω ότι ξέχασε να κλωτσήσει γενικά σήμερα».
«Είναι εκπληκτικό!», αναφώνησε ο Μαρκ.... «ω, περιμένω με
ανυπομονησία να πάρω μια άλλη κάρτα από το Ευτυχισμένο Κουτί αύριο. Θα έρθεις να ακούσεις σχετικά με την ευτυχισμένη μέρα μου;»
«Ναι‚ θα έρθω. Καλή τύχη για αύριο και να είσαι δυνατός!» είπε ο αρκούδος.
Καθώς ο Χρυσός Αρκούδος πετούσε ψηλά με το μπαλόνι του, ο Μαρκ τέλειωσε τη μέρα ευτυχισμένα. Ω‚ πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι η ζωή όταν ανακαλύπτεις κάτι νέο!...
Το επόμενο πρωί ο Μαρκ σηκώθηκε νωρίς ξανά και διάλεξε την
κάρτα του για την ημέρα από το ευτυχισμένο κουτί. «Μικρέ Αρκούδε, μπορείς να με ακούσεις; Σήμερα διάλεξα το: να είσαι υπομονετικός.
Σκέφτηκα σχετικά με το τι θα κάνω. Να σου πω; Θα αφήνω τους άλλους να πηγαίνουν πρώτοι. Δεν θα βιάζομαι να τελειώνω τη δουλειά μου πολύ γρήγορα, (πάντα θέλω να τελειώνω πρώτος‚ έτσι ώστε να με
επαινούν). Θα βοηθώ τους άλλους υπομονετικά και θα περιμένω ευτυχισμένα όταν οι άλλοι μιλούν. Θα ακούω προσεκτικά αυτό που λέει η δασκάλα μου».
«Ω, ανυπομονώ να πάω στο σχολείο σήμερα!» είπε ο Μαρκ. Ο Μαρκ είχε μια δύσκολη μέρα στο σχολείο. Το πρόσωπό τον δεν ήταν τόσο ευτυχισμένο όταν γύρισε στο σπίτι. Τελείωσε το δείπνο του αργά και πήγε για ύπνο νωρίς.
«Ω, σχεδόν ξέχασα, ο μικρός Χρυσός Αρκούδος ήθελε να έρθει»,
σκέφτηκε ο Μαρκ. Ήταν σαν ο αρκούδος να άκουσε τις σκέψεις του γιατί ξαφνικά στεκόταν ακριβώς μπροστά του. «Δεν ήταν τόσο εύκολα σήμερα‚ έτσι;»
ρώτησε απαλά ο αρκούδος κοιτώντας το πρόσωπο του Μαρκ.
«Λοιπόν ξέρεις τι συνέβη; Έκανα όλα όσα είπα το πρωί αλλά ξέχασα ένα πράγμα και αυτό ήταν το να είμαι υπομονετικός με τον εαυτό μου», είπε ο Μαρκ.
«Βιάστηκα να τελειώσω γρήγορα, και εξαιτίας αυτού έριξα λίγη μπογιά και λέρωσε όλο το πάτωμα. Και μόνο τότε θυμήθηκα ότι ήθελα να είμαι υπομονετικός με τον εαυτό μου. Αρκούδε‚ δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. Ξέρεις γιατί; Όχι μόνο έριξα την μπογιά αλλά όταν ένας από τους συμμαθητές μου άρχισε να γελάει μαζί μου και να με κοροϊδεύει, είπα μερικά σκληρά λόγια που θα τον πλήγωναν. Και μετά ένιωσα απαίσια».
«Ευθύμησε Μαρκ! Μόλις τώρα άρχισες να γίνεσαι ο πιο ευτυχισμένος εαυτός σου! Αυτό χρειάζεται λίγο χρόνο και αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μερικές φορές. Απλά προσπάθησε να μη κάνεις το ίδιο λάθος ξανά», είπε ο αρκούδος με τον πιο ενθαρρυντικό του τρόπο.
«Είμαι χαρούμενος που το ακούω αυτό, Αρκούδε. Με κάνεις να νοιώθω πολύ καλύτερα» είπε ο Μαρκ.
Μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο ο Αρκούδος άνοιξε το Δυστυχισμένο κουτί και στράφηκε στον Μαρκ λέγοντας: «Γράψε για τη δυστυχία σου σχετικά με την μπογιά που πιτσιλίστηκε και σχετικά με το ότι θύμωσε με τον συμμαθητή σου και βάλτο στο Δυστυχισμένο Κουτί. Έπειτα κλείσε το κουτί και αυτό ήταν. Τόσο εύκολο... Ότι πέρασε‚ πέρασε. Δεν υπάρχει
λόγος να ανησυχείς ή να αναστατώνεσαι γι αυτό. Προσπάθησε να καταλάβεις τι πήγε στραβά‚ πες στον εαυτό σου ότι δεν θα ξανακάνεις το ίδιο λάθος ξανά και μετά ξέχασέ το εντελώς. Θυμήσου μόνο τι πήγε καλά σήμερα και τι σε έκανε ευτυχισμένο και σκέψου τι θα κάνεις αύριο για να είσαι ευτυχισμένος.
Ο Χρυσός Αρκούδος σταμάτησε ένα λεπτό και μετά πρόσθεσε:
«Αύριο θα προσπαθήσεις ξανά και θα πετύχεις κι αυτό είναι μία
υπόσχεση!». Ο Μαρκ ξαφνικά ένοιωσε πολύ ανάλαφρος και γεμάτος αυτοπεποίθηση. «Ναι αύριο θα προσπαθήσω ξανά και θα πετύχω! Ω, ανυπομονώ να έρθει το αύριο για να πάρω την επόμενη κάρτα!». Ο Μαρκ γέλασε ευτυχισμένα καθώς ο Αρκούδος άρπαξε το κορδόνι από το μπαλόνι του ουράνιου τόξου και ετοιμάστηκε να φύγει μακριά. Ο Αρκούδος τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν γεμάτα αγάπη και ελπίδα.
Ξαφνικά ο Μαρκ ένοιωσε ότι η καρδιά του επίσης γέμιζε με αγάπη και ελπίδα. Μπορούσε να νοιώσει την μεγάλη εμπιστοσύνη που είχε ο Αρκούδος σε αυτόν. «Πιστεύει σε μένα και ξέρω ότι θα γίνει! Με την βοήθεια του μικρού Αρκούδου, θα είμαι νικηφόρος και θα γίνω ο αληθινός μου εαυτός, ευτυχισμένος και στοργικός!»
«Αγαπητά παιδιά, τώρα που μόλις ακούσατε την ιστορία πώς νομίζετε ότι θα τελειώσει; Μοιραστείτε τις ιδέες σας με τους άλλους στην τάξη σας.
Εντάξει, ακούστε τώρα τι συνέβη. Μέρα με τη μέρα ο Μαρκ έπαιρνε μια κάρτα από το Ευτυχισμένο κουτί και σκεφτόταν πως θα τη χρησιμοποιούσε στο σχολείο. Τον περισσότερο χρόνο ήταν καλός και πετυχημένος αλλά μερικές φορές έκανε ένα λάθος. Όταν έκανε λάθος δεν αναστατωνόταν ούτε ανησυχούσε. Αντί γι αυτό‚ προσπαθούσε να καταλάβει τί πήγε λάθος, το έγραφε σε ένα κομμάτι χαρτί και έλεγε στον
εαυτό του ότι δεν θα έκανε το ίδιο λάθος ξανά. Έπειτα, γλιστρούσε το χαρτί στο Δυστυχισμένο Κουτί, έκλεινε το καπάκι και το ξεχνούσε. Κι έτσι μέρα με τη μέρα, ο Μαρκ μεγάλωνε και γινόταν ολοένα και δυνατότερος και πιο ευτυχισμένος. Το εκπληκτικό ήταν ότι μετά από ένα διάστημα τα άλλα παιδιά στην τάξη άλλαξαν επίσης επειδή ήταν ένα τόσο καλό παράδειγμα γι’ αυτούς και η αυξανόμενη ευτυχία του
λειτουργούσε σαν μαγεία! Θέλετε να μάθετε τι συνέβη στο τέλος; Σταδιακά, όλα τα παιδιά στην τάξη ανακάλυψαν το μυστικό σχετικά με το Ευτυχισμένο κουτί και ρωτούσαν κάθε μέρα: Μαρκ τι πρόκειται να κάνεις σήμερα για να γίνεις πιο ευτυχισμένος; Ο Μαρκ, μοιραζόταν μαζί τους ότι ήταν γραμμένο στην κάρτα. Ξέρετε τι συνέβη τότε; Άρχισαν να
κάνουν το ίδιο. Σε μικρό διάστημα όλα τα παιδιά γίνονταν ολοένα και πιο ευτυχισμένα μέχρι που στο τέλος όλα τα παιδιά στην τάξη φέρονταν το ένα στο άλλο σαν φίλοι και ήταν στοργικοί και γεμάτοι φροντίδα ο
ένας για τον άλλο.
ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟ!»
κάρτες ευτυχισμένου κουτιού
What is the literary work
in which you found the alliteration? Type in the genre.
Example: Thank You for the Thistle by Dorie Thurston - short story.
καλέ ευχές
όταν κάνω καλά πράγματα είμαι ευτυχισμένος με τον εαυτό μου
παραμύθι κατά της ενοσχολικής βίας
λέξεις λουλούδια - όχι αγκάθια
δυο ταγάρια μυθοι Αισώπου , δεν κακολογούμε τους άλλους
Η αρχαία ελληνική μυθολογία μας λέει πως όταν ο Προμηθέας έπλασε τους ανθρώπους τους φόρτωσε με δυο ταγάρια, δυο σακούλες. Η μια σακούλα κρέμεται μπροστά σε κάθε άνθρωπο, ώστε να τη βλέπει πολύ καλά, κι άλλη πίσω στην πλάτη του και είναι αδύνατο να τη δει. Η μπροστινή σακούλα είναι γεμάτη με τα σφάλματα των άλλων, ενώ η πίσω σακούλα είναι γεμάτη με τα δικά μας σφάλματα. Γι’ αυτό μας είναι πολύ εύκολο να βλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και να τους κρίνουμε, ενώ τα δικά μας σφάλματα δυσκολευόμαστε πολύ να τα δούμε, να τα αναγνωρίσουμε, να τα παραδεχτούμε και να διορθωθούμε.
Αυτόν τον πολύ σοφό μύθο πρέπει συνεχώς να τον έχουμε στον νου μας. Όταν βλέπουμε τα σφάλματα, τα λάθη, τις παραλείψεις των άλλων κι ετοιμαζόμαστε να τους κρίνουμε αυστηρά και να τους κακολογήσουμε, αμέσως να αναλογιζόμαστε τι κάνουμε εμείς. Να γυρίζουμε ανάποδα τα ταγάρια που κουβαλάμε, ώστε να βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα και τους εαυτούς μας να κριτικάρουμε και να διορθώνουμε. Και συνήθως όταν βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα, δεν μας μένει καιρός και όρεξη να κρίνουμε κανέναν άλλον.
Στην Καινή Διαθήκη υπάρχει μια παρόμοια ιστορία: Κάποτε οι Ιουδαίοι έφεραν στον Χριστό μια αμαρτωλή γυναίκα. Την κατηγορούσαν για πολλές αμαρτίες κι ήταν έτοιμοι, με τις πέτρες στα χέρια, να τη λιθοβολήσουν. Ο Χριστός μας, που ήξερε πολύ καλά την ανθρώπινη φύση, τους σταμάτησε με την εξής φράση: « Ὁ άναμάρτητος πρῶτος τον λίθον βαλέτω». Οι αγριεμένοι κατήγοροι της γυναίκας σταμάτησαν. Κι όταν έλεγξαν τους εαυτούς τους και βρήκαν τις δικές τους αμαρτίες, έσκυψαν το κεφάλι κάτω κι έφυγαν ντροπιασμένοι. Δεν έμεινε ούτε ένας να κατηγορήσει τη γυναίκα.Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς σφάλματα και αμαρτίες. Ο καθένας μας αμαρτάνει και πρέπει με αγώνα προσωπικό να αναγνωρίζει τις αμαρτίες του και να μετανοεί γι’ αυτές και να αγωνίζεται να μην τις επαναλάβει και φυσικά να πάψει να ασχολείται με τις αμαρτίες των άλλων.
χαμογέλα
βλέπω τις καλές ιδιότητες του άλλου
ο γερο-ξυλοκόπος και το λιοντάρι
Μια φορά ήταν ένας γέρος πολύ φτωχός. Είχε κάμποσα παιδιά.
Κάθε μέρα έπαιρνε το γαϊδούρι του και πήγαινε στο δάσος,
έκοβε με το πελέκι του ξύλα, χτυπούσε από δω, χτυπούσε από κει,
όσο μπορούσε.
Μια μέρα έρχεται μπροστά του ένα λιοντάρι και του λέει:
- Κάτσε γέρο να ξεκουραστείς κι εγώ να σου κόψω τα ξύλα, να
φορτώσεις το ζώο σου, να πας να τα πουλήσεις και να πάρεις
τίποτα για τα παιδιά σου να φάνε.
Έτσι κι έγινε. Έκατσε ο γέρος να ξεκουραστεί, του έκοψε το λιοντάρι
τα ξύλα, τα φόρτωσε στο γαϊδούρι κι έφυγε ο γέρος.
Ύστερα από μερικές μέρες ξαναπήγε ο γέρος στο δάσος
και το λιοντάρι του ξαναείπε:
- Φέρνε γέρο το ζώο σου κάθε μέρα να στο φορτώνω ξύλα.
Απ' τις πολλές φορές μια μέρα έκανε φοβερή ζέστη,
κουράστηκε το λιοντάρι κόβωντας τα ξύλα και είπε:
- Κάτσε γέρο από κάτω από την ελιά, που έχει δροσιά,
να 'ρθω κι εγώ να βάλω το κεφάλι μου πάνω στα γόνατά σου
να ξεκουραστώ.
Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του γέρου και το ρώτησε:
- Είμαι όμορφος μπάρμπα;
- Είσαι όμορφος γιε μου.
- Είμαι αντριωμένος;
- Είσαι λιοντάρι
- Είμαι και κούτσικος;
- Είσαι
- Είδες τι παλικάρι είμαι εγώ; Έχω όλα τα χαρίσματα.
- Τα έχεις όλα τα καλά, μα έχεις ένα μεγάλο κακό. Βρωμάει πολύ το
στόμα σου.
Το λιοντάρι αμέσως σηκώθηκε, φόρτωσε τα ξύλα στο γάιδαρο
και είπε στο γέρο:
- Έλα τώρα, πάρε το πελέκι σου και δώσ' μου μία στο σβέρκο.
- Ποτέ δε θα το 'κανα αυτό γιε μου. Να χτυπήσω μες στο σβέρκο
με το πελέκι ένα πλάσμα που μου έκανε τόσο καλό.
- Μα εγώ το θέλω, είπε το λιοντάρι.
Κι ο γέρος του έδωσε μια με το πελέκι και του άνοιξε μια πληγή
δυο δάχτυλα βαθιά.
Πήγαινε πάλι κάθε μέρα ο γέρος στο δάσος και το λιοντάρι, έτσι
πληγωμένο που ήτανε, έκοβε ξύλα κι ο γέρος τα φόρτωνε στο ζώο του.
Άμα πέρασε αρκετός καιρός, του λέει το λιοντάρι:
- Κοίτα γέρο, πως σου φαίνεται ο σβέρκος μου;
- Έγιανε τέλεια καλέ μου, του απαντάει ο γέρος.
- Κοτζάμ μου πληγή έγιανε, του απαντάει το λιοντάρι, μα ο λόγος που
μου είπες πως βρωμάει το στόμα μου έμεινε μέσα στην καρδιά μου.
- Φύγε τώρα και μην ξανάρθεις ποτέ, γιατί θα σε φάω.
Γι' αυτό λένε η μαχαιριά γιανίσκει, μα ο κακός λόγος μηνίσκει.
ένας αληθινός φίλος
με ποιούς τρόπους; δίνουμε αγάπη?
θέλω το καλό του άλλου
λουλούια αγάπης
μοιράζομαι
το ηλιοτρόπιο , Τριβιζάς
παρολίγο μακελειό για μια γουλειά νερό, Αίσωπος
νοιάζομαι
διαφορετικά είδη καρδιάς
Simile is a figure of speech that compares two objects through some connective word such as 'like', 'as', 'so', 'than', or a verb such as 'resembles'.
What simile did you find in the novel/poem? Type it in.
Example:
- 'Within the irregular arc of coral the lagoon was still as a mountain lake.'
How do you explain your choice?
Type in the explanation. Example:
- The lagoon is being compared with a mountain lake using the word 'as'.
What is the literary work in which you found the simile?
Is it a novel, short story or poem?
Example: Lord of the flies by William Golding - novel.
Συζητείστε /Μοιραστείτε
Ποιος/α μπορεί να μου πει σχετικά με την ειρήνη;
Τι είναι ειρήνη;
Τι σημαίνει να έχουμε έναν ειρηνικό Κόσμο;
Πείτε «Υπέροχες απαντήσεις!». Αναγνωρίστε θετικά όλες τις απαντήσεις και ευχαριστείστε τα παιδιά που
μοιράζονται τις ιδέες τους.
Ζητείστε από τα παιδιά να ζωγραφίσουν ότι φαντάστηκαν.
ΟΜΑΔΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ: ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΟΜΑΔΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
ΣΤΟ TWINSPACE ΥΠΑΡΧΕΙ PADLET ΓΙΑ ΝΑ ΒΑΛΕΤΕ ΤΙΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ . Σε κάθε ζωγραφιά γράφουμε τι είπε κάθε παιδί για να βάλουμε τις λεζάντες στο βίντεο
The hyperbole is a figure of speech that uses exaggerations to create emphasis or effect.
What hyperbole did you find in the novel/poem? Type it in.
Example:
- 'All that we see or seem / Is but a dream within a dream.'
«Σε έναν ειρηνικό κόσμο, τα χέρια είναι για να κάνουν όμορφες πράξεις » όχι για σπρώξιμο χτύπημα και άσχημες πράξεις
Τα παιδιά ζωγραφίζουν όμορφες και καλές πράξεις που μπορούν να κάνουν με τα χέρια τους .Ή Ζωγραφίζουν κλπ με όποιο τρόπο θέλουν τα χέρια τους , ή μπορεί να φωτογραφίσουμε στιγμιότυπα από καλές πράξεις των χεριών μας .
Μπορούμε να δημιουργήσουμε ομαδοσυνεργατικό εικονικό μουσείο με φωτογραφίες από καλές πράξεις που κάνουν τα χέρια μας
Δημιουργία ομαδοσυνεργατικού ποιήματος με τίτλο
ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΜΠΟΡΩ....
πως νιώθεις
τι θα ήθελες το άλλο παιδί να κάνει?
τι θα ήθελες το άλλο παιδί να μην κάνει?
ΔΙΑΣΧΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
Με βάση την επίλυση διαφορών δημιουργούνται σενάρια . Το πρώτο σχολείο βρίσκει ένα υποθετικό σενάριο προβλήματος σύγκρουσης. Το άλλο σχολείο επιλύει τη σύγκρουση με τα βήματα:
ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑΙΝΙΕΣ -ΒΙΝΤΕΟ
επίλυση διαφορών
Βάζοντας σε εφαρμογή την Επίλυση Διαφορών
Αν ένας ενήλικας παρατηρήσει ένα παιδί να σπρώχνει ένα άλλο, πείτε σταθερά αλλά υπομονετικά: «Πες του ή πες της ότι δεν σου αρέσει.... Πες: «δεν μου αρέσει όταν με χτυπάς, τα χέρια είναι για να κάνουν το καλό όχι για χτύπημα». Αν ενθαρρύνετε τα παιδιά να χρησιμοποιούν αυτή η φράση‚ σύντομα θα μπορούν να την
εφαρμόζουν ανεξάρτητα. Οι διαφορές θα ελαττώνονται καθώς οι σωστές επικοινωνιακές τους δεξιότητες θα αναπτύσσονται. Αν υπάρχει περισσότερο σοβαρή διένεξη, πείτε στα παιδιά να καθίσουν κάτω:
Ζητείστε από το ένα παιδί να πει πως αυτός ή αυτή νιώθει ενώ το άλλο ακούει.
Ρωτήστε το δεύτερο παιδί «Τι είπε αυτός ή αυτή;». Αφού αυτό επαναληφθεί, ρωτήστε το παιδί την ίδια
ερώτηση (πώς νιώθει αυτός ή αυτή) και βάλτε το πρώτο παιδί να το επαναλάβει.
Έπειτα ζητείστε από το ένα να πει στο άλλο τι θα ήθελε αυτός ή αυτή να κάνει το άλλο. Κάθε ακροατής
πρέπει να επαναλαμβάνει ότι λέει ο ομιλητής. Ρωτείστε αν μπορούν να το κάνουν για ορισμένο χρόνο.
Ορίστε ένα αρκετά μικρό διάστημα ώστε να είναι επιτυχείς. Για πολύ μικρά παιδιά, ρωτήστε «Μπορείς να το
κάνεις αυτό ενώ παίζεις με τα τουβλάκια;». Μπορείς να το κάνεις μέχρι το διάλειμμα; Επαινέστε τα που
παίζουν ειρηνικά όσο διαρκεί αυτό.
Στην παραπάνω αλληλεπίδραση είναι σημαντικό για τον ενήλικα να ενθαρρύνει τα παιδιά να μιλούν
κατευθείαν το ένα στο άλλο και να επαναλαμβάνουν αυτό που λέει το άλλο. Καθώς το κάθε παιδί εκφράζει
λεκτικά τα συναισθήματά του, η ένταση θα μειωθεί αυτόματα καθώς το κάθε παιδί επαναλαμβάνει το πώς
το άλλο αισθάνεται και ο δάσκαλος ακούει επίσης. Σαν ενήλικας μην υιοθετείστε τη στάση του «δικαστή».
Σχόλια που κρίνουν, ηθικολογούν και δικάζουν ελαττώνουν την αποτελεσματικότητα της παραπάνω
διαδικασίας. Ένας από τους σκοπούς της διαδικασίας είναι για τα παιδιά να μάθουν να επικοινωνούν και να
επινοούν τις κατάλληλες λύσεις.
Ανακεφαλαίωση των βημάτων Επίλυσης Διαφορών
Η δασκάλα /ος κάνει ερωτήσεις σε κάθε ένα από τα δύο παιδιά, ζητώντας από αυτά να ακούν προσεχτικά
το ένα το άλλο όταν μιλούν, έτσι ώστε να μπορούν να επαναλάβουν τι ειπώθηκε.
Ερωτήσεις στο κάθε παιδί:
Πως νοιώθεις; Τι είπε αυτός /αυτή; (επαναλαμβάνει)
Τι θα ήθελες ο/η (όνομα παιδιού) να μη
κάνει;
Τι είπε αυτός /αυτή; (επαναλαμβάνει)
Τι θα ήθελες ο/η (όνομα παιδιού) να
κάνει;
Τι είπε αυτός /αυτή; (επαναλαμβάνει)
Μπορείτε να το κάνετε αυτό και οι δύο;
(Ορίστε ένα μικρό διάστημα χρόνου για τα παιδιά να το κάνουν αυτό και επαινέστε και τα δύο στο τέλος
σύμβολα Ειρήνης
ΟΜΑΔΟΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ
Κάθε σχολείο επιλέγει να δημιουργήσει ένα σύμβολο της Ειρήνης με όποιο τρόπο και υλικά θέλει και όλοι μαζί δημιουργούμε μια ομαδοσυνεργατική αφίσα Ειρήνης . Η αφίσα αυτή θα είναι η δική μας σημαία Ειρήνης , θα φωτογραφηθεί και θα εκτυπωθεί να υπάρχει σαν σημαία Ειρήνης σε όλα τα σχολεία
οι καλοί και οι κακοί πειρατές παραμύθι
Κωδ. Πολιτείας: 3220-1608
"Στη θάλασσα υπάρχουν δύο καράβια. Το ένα έχει πάνω τους κακούς πειρατές και το άλλο τους καλούς. Οι κακοί απειλούν τους καλούς, ότι θα τους ρίξουν στους καρχαρίες ή ότι θα τους βάλουν φωτιά. Όμως οι καλοί πειρατές δεν φοβούνται καθόλου και συνέχεια τους απαντούν κάνοντας αστεία και καλώντας τους στο καράβι τους. Στο τέλος οι κακοί πειρατές αφού δεν μπορούν να τους τρομάξουν και να τους πάρουν το καράβι τους παραδίδουν τα όπλα τους και γίνονται φίλοι με τους καλούς!
ομαδοσυνεργατικό
Με βάση το παραμύθι αυτό δημιουργούμε αστείες διασχολικές ηχογραφήσεις με καλούς και κακούς πειρατές ....
Αν ένας φίλος είναι έτοιμος να κλάψει,
Θα μπορούσες να σταματήσεις και να τον ρωτήσεις γιατί?
Ας τον να στα πει όλα,
Να τι σημαίνει να είσαι ευγενικός.
Δεν θα στοιχίσει τίποτα.
Αλλά το να είσαι ευγενικός πάντα θα φέρει
Ένα ευτυχισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό σου.
Θα κάνεις τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος...
ΔΙΑΣΧΟΛΙΚΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
Τα σχολεία συνεργάζονται σε ζευγάρια. Το ένα σχολείο ηχογραφεί ευγενικές ερωτήσεις ή ευγενικά αιτήματα και το άλλο σχολείο απαντά με επίσης ευγενικό τρόπο σε κάθε ερώτηση .. -Ενθαρρύνουμε τα παιδιά οι ερωτήσεις τους να είναι αστείες , ίσως και να μην μπορούν να απαντηθούν... παράδειγμα: σχολείο που ρωτά: παρακαλώ πολύ μου δίνεις μια κουτάλα? η απάντηση από το άλλο σχολείο θα μπορούσε να ήταν επίσης κάτι αστείο ..... δεν θα σου δώσω μια κουτάλα συγνώμη μου έπεσε στην κατσαρόλα... ή είσαι πολύ γλυκούλα αλλά τη κουταλίτσα μου τη θέλω για τη σουπίτσα μου κλπ....
Ας αφήσουμε τα παιδιά να κάνουν και να δώσουν δικές τους ευγενικές αστείες ερωτήσεις και απαντήσεις . Το κάθε σχολείο ας ζωγραφίσει την ερώτηση ή την απάντηση του και τα ζευγάρια των σχολείων θα δημιουργήσουν από ένα διασχολικό βίντεο
Η ιστορία του Αστεριού
της Diana Hsu
Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια όμορφη‚ λαμπερή ακτινοβόλα οικογένεια από Αστέρια της Ειρήνης. Το αστέρι πατέρας της οικογένειας ήταν το χαμογελαστό Αστέρι του Ήλιου. Ήταν ένα πάρα πολύ ιδιαίτερο αστέρι. Είχε τόσο μεγάλη αγάπη για όλα τα άλλα αστέρια και θα έστελνε ακτίνες φωτός αγάπης σε αυτά.
Στα αστέρια άρεσε αυτό πάρα πολύ κι έτσι ήταν ειρηνικά και
ευτυχισμένα. Το αστέρι Ήλιος ήταν ευτυχισμένο που ήταν ευτυχισμένα και χαμογελούσε μέρα και νύχτα. Του άρεσε πού να κοιτάζει τα παιδιά του‚ τα Αστέρια της Ειρήνης.
Τα παιδιά της Γης ευχαριστήθηκαν που όλα τα αστέρια ήταν
ευτυχισμένα, τους άρεσε να κοιτούν ψηλά στα αστέρια και να τα κοιτάζουν να ακτινοβολούν.
Στα παιδιά της Γης άρεσε να βλέπουν τα παιδιά αστέρια να παίζουν το ένα με το άλλο, μερικές φορές διασχίζοντας τον ουρανό. Μερικές φορές τα αστέρια συνήθιζαν να παίζουν με τα παιδιά της Γης. Αλλά μία μέρα τα φιλικά αστέρια στον ουρανό είδαν δυο παιδιά της Γης να μαλώνουν το ένα με το άλλο. «Ωχ», το ένα από τα Αστέρια Ειρήνης είπε σε ένα άλλο. «Ας πάμε γρήγορα να βοηθήσουμε αυτά τα δυο παιδιά
προτού χτυπήσουν το ένα το άλλο». Τόσο δυνατά όσο η αστραπή πέταξαν προς τα δύο παιδιά και τους έστειλαν ακτίνες ειρήνης και ακτίνες φιλίας. Κι ακόμα, γαργάλησαν τις μύτες τους με τις ακτίνες τους έτσι ώστε τα παιδιά δεν μπορούσαν να μην γελάσουν.
Στο μεταξύ, το Ατρόμητο Αστέρι είχε προσέξει τι συνέβαινε στη Γη και επειδή ήταν χωρίς φόβο, αυτό και το Γενναίο Αστέρι πέταξαν κάτω προς τα παιδιά. Συστήθηκαν και το Γενναίο Αστέρι είπε: «Με λένε το πιο γενναίο αστέρι στην οικογένεια των αστεριών επειδή ποτέ δεν μαλώνω ή καυγαδίζω με κανένα. Το να μην μαλώνεις ή να καυγαδίζεις είναι το πιο γενναίο πράγμα να κάνεις». το παιδί βοηθός, «είναι η υπομονή. Κοίταξε το Αστέρι Υπομονή. Τίποτα δεν μπορεί να το αναστατώσει. Είναι πάντα υπομονετικό με τους άλλους. Όλοι τον αγαπούν». «Αυτό είναι αλήθεια»,
είπε το Προσεχτικό Αστέρι, «Αν είσαι προσεχτικός σχετικά με το πώς φέρεσαι στους άλλους και τους φέρεσαι με σεβασμό, τότε λοιπόν είναι εύκολο να μην πληγώνεις ή να πληγώνεσαι από τους άλλους. Τότε δεν χρειάζεται να μαλώνεις».
Ως αυτή τη στιγμή‚ σχεδόν όλα τα παιδιά – αστέρια - είχαν φτάσει στη Γη και ήρθαν μαζί τους πολλά πολλά παιδιά της Γης. «Θέλουμε να είμαστε σαν τα Αστέρια», είπαν τα παιδιά της Γης. Ξαφνικά είδαν κάτι πολύ λαμπερό να λάμπει στον ουρανό. Ήταν το λαμπερό Αστέρι, μαζί με το Ευτυχισμένο Αστέρι και το Αστέρι του Γέλιου. Το Λαμπερό Αστέρι
έριξε τις ακτίνες του στα παιδιά και το Αστέρι του Γέλιου γελούσε τόσο αστεία που τα παιδιά απλά δεν μπορούσαν να μην γελάσουν επίσης.
«Ας περάσουμε ωραία», τραγούδησε το Ευτυχισμένο Αστέρι και
άρχισαν να παίζουν και να τραγουδούν. Τα αστέρια έφεραν
πεντανόστιμα φαγητά. Ήταν η καλύτερη γιορτή που μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Χόρευαν‚ έπαιζαν, έτρωγαν και γελούσαν. «Αυτή είναι η καλύτερη γιορτή που υπήρξε ποτέ», συμφώνησαν όλοι. Τότε συνέβη! Κανένας δεν είχε προσέξει τον ερχομό του Ήσυχου Αστεριού αλλά τότε αυτό μίλησε. «Το υπέροχο αστέρι Ήλιος, με έχει στείλει σε σας», είπε απαλά και γλυκά. «Κάθε γιορτή πρέπει να τελειώνει και τώρα πρέπει να πάτε σπίτι».
Τα παιδιά στη Γη επίσης σκέφτηκαν να πάνε σπίτι γιατί είχε
σκοτεινιάσει εντελώς. Αποχαιρέτισαν τα αστέρια αγκαλιάζοντας τα. Ένα από τα Αστέρια Ειρήνης είπε απαλά στα παιδιά: «Να ξέρετε ότι είμαστε πάντα εδώ για σας ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας που δεν μπορείτε να μας δείτε. Απλά φέρετε την εικόνα μας στο μυαλό σας και θα νοιώσετε τις ακτίνες μας αγάπης και ειρήνης». Και τα παιδιά – Αστέρια, έριξαν λαμπερές ακτίνες στα παιδιά και μετά πέταξαν πίσω στο υπέροχο αστέρι Ήλιο.
Ήταν ένα υπέροχο θέαμα. Καθώς τα Αστέρια της Ειρήνης πετούσαν όλο και ψηλότερα, έστελναν λαμπερές ακτίνες και σκέψεις αγάπης στα παιδιά κάτω.
Όλα τα αστέρια της Ειρήνης έστειλαν Ειρήνη και κάθε Αστέρι Ειρήνης έστειλε τη δική του ιδιαίτερη ιδιότητα επίσης. Το αστέρι Υπομονή έστειλε υπομονή. Το αστέρι γέλιο έστειλε ένα ευτυχισμένο γέλιο. Το Γαλήνιο αστέρι έστειλε απαλές ήσυχες ακτίνες. Το αστέρι Αγάπη έστειλε πολλές πολλές σκέψεις αγάπης. Τα παιδιά στη Γη παρακολουθούσαν
ευτυχισμένα και κουνούσαν τα χέρια τους στ’ αστέρια. «Ελάτε πίσω σύντομα», έκλαψαν και μετά επέστρεψαν σπίτι.
Πιστεύετε ότι τα παιδιά και τα Αστέρια της Ειρήνης συναντήθηκαν ποτέ ξανά;
Πιστεύετε ότι μπορείτε να γίνετε τόσο γαλήνια, ευτυχισμένα και γεμάτα αγάπη όπως τα παιδιά Αστέρια;
How do you explain your choice?
Type in the explanation.
Example:
- It is an exaggeration to claim that everything ('all we see or seem') is 'but a dream'.
τα δικά μας αστέρια
Με βάση την ιστορία του αστεριού κάθε σχολείο δημιουργεί τα δικά του Ειρηνικά αστέρια και δημιουργούμε ομαδοσυνεργατικό ηλεκτρονικό βιβλίο του παραμυθιού με τα έργα των παιδιών
Allusion is the figure of speech that makes a reference to a well-known person, place, or thing in literature and history.
What is the allusion that you found in the novel/poem? Type it in.
Example:
- 'Like a rich jewel in an Ethiop's ear'.
How do you explain your choice?
Example:
- Shakespeare makes an allusion of the Ethiopian slaves who wore expensive jewelry to express their masters' wealth.
What is the literary work in which you found the allusion? What genre is it?
Example: Romeo and Juliet by William Shakespeare - tragedy
Οδοιπόρος και πλάτανος
Κάποτε μια παρέα νεαρών ξεκίνησαν για μια εκδρομή. Με τα σακίδιά τους στον ώμο περπάτησαν για πολλή ώρα στους πρόποδες ενός βουνού κι ακολουθώντας τη ρεματιά ανέβαιναν στην πλαγιά. Ο ήλιος κι η ανηφοριά τους κούρασαν κι άρχισαν ν΄αναζητούν ένα σκιερό καταφύγιο, για να δροσιστούν. Ώσπου βρήκαν έναν πελώριο πλάτανο, που έκανε παχιά σκιά. Κουρασμένοι και καταϊδρωμένοι κάθισαν να ξαποστάσουν κάτω απ΄ το φιλόξενο δέντρο και να πιουν νερό από το ποταμάκι που κελάρυζε δίπλα τους. Καθώς ξάπλωναν με προσκέφαλο τα σακίδιά τους άρχισαν μεταξύ τους τα πειράγματα και τις απερίσκεπτες συζητήσεις. Κοιτάζοντας πάνω απ΄τα κεφάλια τους τα κλαδιά του πλάτανου, που μπλέκονταν σαν μεγάλα χέρια, και τους καρπούς του, που κρέμονταν σαν μικρές ολοστρόγγυλες μπαλίτσες, είπε κάποιος:
«Τι πανύψηλο δέντρο και τι άχρηστο! Δεν θα ‘ταν πιο ωφέλιμο, αν από τα κλαδιά του κρέμονταν ζουμεροί καρποί σαν τα μήλα ή τα αχλάδια ή κάτι τέλος πάντων που να τρώγεται!»
Τότε ο γερο-πλάτανος μίλησε με λαλιά ανθρώπου πολύ θυμωμένος:
«Νεαρέ, απ’ όλες τις κακίες των ανθρώπων χειρότερη είναι η αχαριστία. Εγώ σας πρόσφερα δωρεάν τον ίσκιο μου και σας ανακούφισα μες στην κάψα του καλοκαιριού κι αντί για ευχαριστώ άκουσα την κουβέντα σου αυτή, που με αποκάλεσες άχρηστο. Είσαι νέος κι απερίσκεπτος, αλλά φρόντισε, παιδί μου, να διορθωθείς, γιατί είναι πολύ βαρύ κι ασυγχώρητο να προσφέρεις αχαριστία στον ευεργέτη σου».
Οι νεαροί βουβάθηκαν απ΄τα λόγια του πλάτανου και πήραν ένα μάθημα ζωής: Είναι πολύ βαριά η αχαριστία και πληγώνει βαθιά αυτόν που τη δέχεται. Αλλά εκθέτει και ντροπιάζει κι αυτόν που τη διαπράττει. Και για την ελάχιστη προσφορά και για το πιο μικρό δώρο που δεχόμαστε πρέπει να είμαστε ευγνώμονες και να το δείχνουμε στον ευεργέτη μας. Πρώτα και πάνω απ΄ όλα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον Θεό για τις άπειρες ευεργεσίες Του και για την αδιάκοπη Πρόνοιά Του για όλους μας.
Onomatopoeia is the figure of speech that uses words whose sounds suggest their meanings. Think of words related to water, air, collisions, sounds, voice, etc.
What is the onomatopoeia that you found in the novel/poem? Type it in.
Example:
'The moan of doves in immemorial elms,
And murmuring of innumerable bees...'.
Ένα γεράκι κάποτε είχε βάλει στο μάτι ένα κοπάδι περιστέρια. Προσπάθησε πολλές φορές να τα πιάσει ορμώντας πάνω τους, μα εκείνα πρόφταιναν να χωθούν στον περιστερώνα τους.
– Μάλλον βλέπουν τη σκιά μου, όταν πέφτω πάνω τους κι έτσι προλαβαίνουν και κρύβονται.
Αλλά και τη μέρα που είχε συννεφιά και περίμενε πως δε θα μπορούν να το καταλάβουν, τα περιστέρια μας κρύφτηκαν μια χαρά στο σπιτάκι τους και η επίθεση πήγε τζάμπα και πάλι.
Η πείνα όμως του γερακιού μεγάλωνε και μαζί μεγάλωνε κι η πονηριά του.
– Τι κάθομαι και παιδεύομαι με επιθέσεις, σκέφτηκε και μονολογούσε! Θα γίνω βασιλιάς τους και τότε θα έχω στο στομάχι μου όσα περιστέρια θέλω.
Πράγματι, ανέβηκε στην κορυφή ενός δέντρου κοντά στον περιστερώνα και φώναξε στα περιστέρια:
– Γιατί να ζείτε συνεχώς με τον φόβο και τη λαχτάρα μήπως και κάποιος σας επιτεθεί; Αν με κάνετε βασιλιά σας, εγώ θα σας φυλάω και θα σας σώζω από κάθε επίθεση!
Και τα κουτά τα περιστέρια πίστεψαν το γεράκι και το έκαναν βασιλιά και προστάτη τους. Κι όταν έγινε το γεράκι βασιλιάς τους και κάθισε στον θρόνο του, έβγαλε αμέσως τούτη τη διαταγή: Να του φέρνουν κάθε μέρα να τρώει ένα περιστέρι! Τόσο απλά κατάφερε να τα πιάσει!
από τους μύθους του Αισώπου όποιος γυρευει τα πολλά χάνει και τα λίγα
Αίσωπος ο φιλάργυρος και το χρυσάφι του
Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος που ήταν πολύ πλούσιος. Σ΄ όλη του τη ζωή αγωνιζόταν να πλουτίσει περισσότερο και περισσότερο κι ακόμη περισσότερο. Μη φανταστείτε όμως πως χαιρόταν τα πλούτη και τ‘ αγαθά του. Αντίθετα, αγωνιούσε κάθε μέρα, κάθε ώρα και στιγμή για το πώς θα τα φυλάξει καλύτερα. Ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνιο ησύχαζε. Μια μέρα λοιπόν τ’ αποφάσισε: εξαργύρωσε όλη την περιουσία του, πούλησε δηλαδή ό,τι είχε και δεν είχε, μάζεψε όλο το έχει του σε χρυσά νομίσματα και στη συνέχεια όλα τα έλιωσε και τα έκανε μια μπάλα χρυσάφι. Ύστερα έσκαψε έναν τοίχο, έκανε μια ειδική κρυψώνα και καταχώνιασε το χρυσάφι του. Χαρούμενος πια, πήγαινε κάθε μέρα κι έβλεπε τη μπάλα το χρυσάφι μέσα στον τοίχο.
Ωραία, πολύ ωραία, μονολογούσε. Η χρυσαφένια μπάλα μου είναι εδώ και με περιμένει.
Αυτή λοιπόν ήταν η χαρά της ζωής του. Κατά τα άλλα ζούσε μια ζωή μίζερη και δυστυχισμένη και ζούσαν δυστυχισμένοι κι οι δικοί του άνθρωποι, γιατί μυαλό δεν είχε παρά μόνο για το χρυσάφι του, το κρυμμένο στον τοίχο.
Κάποια μέρα όμως, ένας από τους εργάτες του κατάλαβε τι έκανε καθημερινά. Πήγε λοιπόν κρυφά, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο και του άρπαξε το χρυσάφι. Καταλαβαίνετε τι έγινε όταν ανακάλυψε ο άνθρωπός μας πως του είχαν κλέψει το χρυσάφι: έκλαιγε απαρηγόρητα, φώναζε και τραβούσε τα μαλλιά του για το κακό που τον βρήκε.
Κάποιος συγγενής του που τον είδε και τον ρώτησε γιατί θρηνεί, άκουσε την κακή του μοίρα:
– Πάει το χρυσάφι μου, πάει η χαρά της ζωής μου, πάει η περιουσία μου!
– Βρε κακομοίρη, τι λυπάσαι; Μήπως κι όταν το είχες στον τοίχο κρυμμένο το χρησιμοποιούσες; Μήπως το χάρηκες εσύ κι οι δικοί σου; Πάρε λοιπόν μια πέτρα και πες πως είναι από χρυσάφι. Να την κρύψεις μάλιστα στον τοίχο όπως και τη χρυσαφένια μπάλα και να τη βλέπεις κάθε μέρα, να σου φύγει το μεράκι. Αφού κι όταν το είχες το χρυσάφι σου δεν το χρησιμοποιούσες, αντίθετα βασανιζόσουν.
Γιατί πραγματικά σαν έχουμε ένα πολύτιμο αγαθό και δεν το χρησιμοποιούμε, είναι σαν να μη το έχουμε, δεν έχει καμιά αξία. Έτσι σκέφτηκε τώρα και ο κακομοίρης ήρωάς μας και κατάλαβε πόσο κακό είναι να είναι κανείς φιλάργυρος.
παραδοσιακό παραμύθι το χρυσόψαρο
How do you explain your choice?
Example:
'Moan' and 'murmuring' refer to the way doves and bees sound like.
τα ψέματα της αλεπούς, μύθοι Αισώπου
Ο αυτοκράτορας και οι σπόροι των λουλουδιών
Πριν πολύ καιρό, σ’ αυτό το βασίλειο εδώ, ζούσε ένας αυτοκράτορας που αγαπούσε τη φύση. Οτιδήποτε φύτευε‚ άνθιζε. Προς τα πάνω ξεπετάγονταν λουλούδια, θάμνοι και ακόμα μεγάλα καρποφόρα δέντρα σαν από μαγεία.
Από όλα στη φύση αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο και φρόντιζε τον κήπο του κάθε μέρα. Αλλά ο αυτοκράτορας ήταν πολύ μεγάλος και χρειαζόταν να επιλέξει ένα διάδοχο στο θρόνο. Ποιός θα ήταν ο διάδοχός του; Και πώς θα αποφάσιζε ο αυτοκράτορας; Καθώς ο αυτοκράτορας αγαπούσε τα λουλούδια τόσο πολύ αποφάσισε ότι τα λουλούδια θα τον βοηθούσαν να επιλέξει. Την επόμενη μέρα μια
ανακοίνωση εκδόθηκε: «Όλοι οι άνδρες, οι γυναίκες‚ τα αγόρια και τα κορίτσια σ’ όλη τη χώρα‚ καλούνται να έρθουν στο παλάτι!». Τα νέα δημιούργησαν μεγάλη αναστάτωση σ’ όλη τη χώρα. Σ’ ένα χωριό όχι μακριά από εδώ, ζούσε ένα νέο κορίτσι που το έλεγαν Σερένα. Η Σερένα πάντα ήθελε να επισκεφτεί το παλάτι και να δει τον Αυτοκράτορα κι έτσι αποφάσισε να πάει. Ήταν ευτυχισμένη που πήγε. Πόσο μεγαλοπρεπές ήταν το παλάτι! Ήταν κατασκευασμένο από χρυσάφι και ήταν διακοσμημένο με κοσμήματα κάθε χρώματος και
τύπου: διαμάντια, ρουμπίνια‚ σμαράγδια, οπάλια και αμέθυστους. Πώς έλαμπε και ακτινοβολούσε το παλάτι! Η Σερένα ένοιωσε ότι πάντα ήξερε αυτό το μέρος. Περπατούσε ανάμεσα από τις πόρτες του παλατιού μέσα στη Μεγάλη Αίθουσα, όπου εντυπωσιάστηκε απ’ όλους τους ανθρώπους. Ήταν τόσο θορυβώδες. «Όλο το βασίλειο πρέπει να είναι
εδώ!», σκέφτηκε.... Τότε ήρθε ο ήχος από τουλάχιστον εκατό
τρομπέτες, που ανακοίνωναν τον ερχομό του αυτοκράτορα. Όλοι σώπασαν. Ο Αυτοκράτορας έκανε την είσοδό του κρατώντας κάτι που έμοιαζε μ’ ένα μικρό κουτί. Πόσο φίνος φαινόταν.... τόσο αριστοκρατικός και κομψός! Έκανε τον κύκλο της Μεγάλης Αίθουσας, χαιρετώντας κάθε πρόσωπο και δίνοντας κάτι στον καθένα. Η Σερένα ήταν περίεργη σχετικά με το μικρό κουτί. «Τι είναι μέσα;», αναρωτήθηκε. «Τί δίνει στον
καθένα;»
Στο τέλος, ο αυτοκράτορας έφτασε στη Σερένα. Αυτή υποκλίθηκε και έπειτα παρακολούθησε καθώς ο αυτοκράτορας έβαλε το χέρι του στο μικρό κουτί και της έκανε δώρο ένα σπόρο λουλουδιών. Όταν η Σερένα πήρε τον σπόρο, έγινε το πιο ευτυχισμένο κορίτσι από όλα. Έπειτα ο ήχος από τις τρομπέτες γέμισε τη Μεγάλη Αίθουσα ακόμα μια φορά και
όλοι σώπασαν. Ο Αυτοκράτορας ανακοίνωσε: «Οποιοσδήποτε μου δείξει τα πιο όμορφα λουλούδια σε ένα χρόνο από τώρα θα με διαδεχθεί στο θρόνο!».
Η Σερένα έφυγε για το σπίτι της γεμάτη από θαυμασμό για το παλάτι του αυτοκράτορα, κρατώντας τον σπόρο των λουλουδιών προσεχτικά στο χέρι της. Ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να καλλιεργήσει το πιο υπέροχο λουλούδι. Γέμισε τη γλάστρα με πλούσιο χώμα, φύτεψε τον σπόρο προσεχτικά και τον πότιζε κάθε μέρα. Ανυπομονούσε να το δει
να ξεπετάγεται να μεγαλώνει και να ανθίζει ένα καταπληκτικό λουλούδι!
Οι μέρες πέρασαν αλλά τίποτα δεν μεγάλωνε στη γλάστρα. Η
Σερένα ανησύχησε. Μετέφερε το σπόρο σε μία μεγαλύτερη γλάστρα, τη γέμισε με την καλύτερη ποιότητα, το πιο πλούσιο χώμα που μπορούσε να βρει και το πότιζε δύο φορές την ημέρα, κάθε μέρα. Μέρες, εβδομάδες και μήνες πέρασαν‚ αλλά ακόμα τίποτα δεν συνέβη. Τελικά ήρθε η άνοιξη και ήταν ο καιρός να επιστρέψει άλλη μία φορά στο παλάτι. Η Σερένα ήταν πάρα πολύ στεναχωρημένη που δεν είχε κανένα λουλούδι να δείξει στον Αυτοκράτορα, ούτε καν ένα μικρό βλασταράκι!
Σκέφτηκε ότι όλοι θα γελούσαν μαζί της επειδή όλα όσα είχε να δείξει για την προσπάθεια ενός ολόκληρου χρόνου ήταν μια γλάστρα με νεκρό χώμα. Πώς θα μπορούσε να κοιτάξει κατά πρόσωπο τον Αυτοκράτορα με τίποτα;
Ο φίλος της σταμάτησε στο δρόμο του για το παλάτι κρατώντας ένα υπέροχο μεγάλο λουλούδι. «Σερένα, δεν πρόκειται να πας στον αυτοκράτορα με μία άδεια γλάστρα, έτσι δεν είναι;», είπε ο φίλος της.
«Δεν μπορούσες να κάνεις να φυτρώσει ένα υπέροχο μεγάλο λουλούδι σαν το δικό μου;»
Ο πατέρας της Σερένα, έχοντας ακούσει αυτό έβαλε το χέρι γύρω από τη Σερένα και την παρηγόρησε. «Εσύ αποφασίζεις αν θα πας ή όχι», είπε ο πατέρας της. «Έκανες ότι μπορούσες καλύτερο Σερένα, και η προσπάθειά σου είναι αρκετά καλή για να την παρουσιάσεις στον Αυτοκράτορα».
Αν και ένοιωθε απρόθυμη να πάει‚ η Σερένα ήξερε επίσης ότι δεν πρέπει να παραβλέψει τις επιθυμίες του Αυτοκράτορα. Εξ’ άλλου, ήθελε επίσης να δει τον αυτοκράτορα και το παλάτι ξανά. Και έτσι η Σερένα ταξίδεψε ακόμα μία φορά στο παλάτι, κρατώντας τη γλάστρα με το χώμα στα χέρια της. Ο Αυτοκράτορας ήταν ευτυχισμένος που έβλεπε
τη μεγάλη αίθουσα γεμάτη με τους υπηκόους του, όλους να εκθέτουν περήφανα τα όμορφα λουλούδια τους, όλοι ελπίζοντας θερμά να επιλεγούν. Πόσο όμορφα ήταν όλα τα λουλούδια.... Ο Αυτοκράτορας εξέτασε κάθε λουλούδι προσεκτικά και σχολαστικά, ένα, ένα. Η Σερένα που κρυβόταν σε μια γωνιά με το κεφάλι κάτω, αναρωτήθηκε πώς θα
διάλεγε αφού όλα ήταν τόσο όμορφα. Τελικά, ο Αυτοκράτορας ήρθε στη Σερένα. Αυτή δεν τολμούσε να τον κοιτάξει. «Γιατί έφερες μία άδεια γλάστρα;», ο αυτοκράτορας ρώτησε τη Σερένα. «Μεγαλειότατε», είπε η Σερένα, «φύτεψα τον σπόρο που μου δώσατε και τον πότιζα κάθε μέρα,
αλλά δεν φύτρωσε. Τον έβαλα σε μια καλύτερη γλάστρα με καλύτερο χώμα αλλά και πάλι δεν φύτρωσε. Τον φρόντιζα όλο τον χρόνο αλλά τίποτα δεν φύτρωσε. Έτσι σήμερα έφερα μια άδεια γλάστρα χωρίς λουλούδι. Έκανα ότι καλύτερο μπορούσα».
Όταν ο Αυτοκράτορας άκουσε αυτά τα λόγια, ένα χαμόγελο
απλώθηκε πάνω στο πρόσωπό του και πήρε τη Σερένα από το χέρι. Η Σερένα τρόμαξε. Αναρωτήθηκε μήπως την περίμενε κάποιος μπελάς.
Ο Αυτοκράτορας την οδήγησε στο μπροστινό μέρος της Μεγάλης Αίθουσας, και στρεφόμενος προς το πλήθος αναφώνησε: «Έχω βρει το διάδοχό μου, το πρόσωπο που αξίζει να κυβερνήσει μετά από μένα!.».
Η Σερένα τα έχασε. «Μα Μεγαλειότατε‚ είπε, δεν έχω λουλούδι‚ απλά μια γλάστρα νεκρής γής». «Ναι, αυτό περίμενα», είπε ο
αυτοκράτορας». «Από πού οι άλλοι πήραν τους σπόρους τους δεν ξέρω. Οι σπόροι που έδωσα στον καθένα είχαν όλοι ψηθεί. Θα ήταν αδύνατον για οποιονδήποτε από αυτούς να φυτρώσει. Σερένα θαυμάζω το μεγάλο σον θάρρος και την τιμιότητά σου να εμφανιστείς μπροστά μου με την αλήθεια. Σε ανταμείβω με ολόκληρο το βασίλειό μου. Θα είσαι η επόμενη Αυτοκράτειρα».
Σημείωση: Αν και έχει γίνει προσπάθεια να αναφέρουμε τον συγγραφέα αυτής της ιστορίας, έχουμε μάθεΙ, ότι
υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτής της αρχαίας ιστορίας και ο αρχικός συγγραφέας είναι άγνωστος.
What is the literary work in which you found the onomatopoeia? Is it a novel, short story or poem?
Example: Come Down, O Maid by Alfred Lord Tennyson - poem
Κάποτε ένας πλούσιος Αθηναίος ξεκίνησε για μακρινό ταξίδι με πλοίο. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά κι ό άνθρωπός μας απολάμβανε μαζί με τους άλλους συνταξιδιώτες το ταξίδι τους. Αργότερα όμως ξέσπασε φοβερή κακοκαιρία. Δυνατός άνεμος σήκωσε τα κύματα σαν ψηλά βουνά και το πλοίο τους συντρίφθηκε και βούλιαξε. Άνθρωποι και πράγματα βρέθηκαν στη θάλασσα. Οι ναυαγοί πάλευαν με τα μανιασμένα κύματα. Όλοι κολυμπούσαν μ’ όση δύναμη κι αντοχή είχαν, για να σωθούν.
Ο πλούσιος Αθηναίος, απελπισμένος και φοβισμένος, έταζε χρυσά νομίσματα στη θεά Αθηνά και την παρακαλούσε να του σώσει τη ζωή, αλλά έμενε άπρακτος και κόντευε να βυθιστεί. Κάποιος άλλος ναυαγός που βρέθηκε δίπλα του τού φώναξε: «Μαζί με την Αθηνά, κούνα και τα χέρια σου».(«Σύν Ἀθηνᾷ και χεῖρα κίνει»).
Είναι πολύ γνωστός αυτός ο μύθος και η φράση «Σύν Ἀθηνᾷ και χεῖρα κίνει» έχει περάσει ως παροιμία στη γλώσσα μας. Πολλές φορές στις δυσκολίες της ζωής μας επικαλούμαστε τη βοήθεια του Θεού και… καλά κάνουμε. Εκείνος μπορεί και θέλει να μας βοηθήσει. Αλλά οφείλουμε κι εμείς να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να βγούμε από τη δύσκολη περίσταση στην οποία έχουμε βρεθεί. Ο Θεός δε θα έρθει βοηθός στην τεμπελιά μας, αλλά στην πραγματική αδυναμία μας. Θα μας βοηθήσει αφού πρώτα δει τον δικό μας αγώνα, τη δική μας προσπάθεια.
Ο σπόρος
βασισμένο σε μια ιστορία της Encarnacion Royo Cuesta
Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Χουάν. Ήταν έξι χρόνων και ζούσε σε ένα μικρό σπίτι δίπλα σε ένα ποτάμι στους πρόποδες ενός βουνού με τους γονείς του και μία αδελφή λίγο μεγαλύτερη από αυτόν. Μια μέρα, όταν επέστρεφε από το σχολείο, άκουσε μια φωνή που φώναζε:
- Βοήθεια, βοήθεια, παρακαλώ βοηθήστε με.
Ο Χουάν άκουσε και έψαξε μέχρι που στο τέλος στάθηκε σ ένα σημείο που η φωνή του έμοιαζε πιο δυνατή. Κοίταζε γύρω του αλλά δεν μπορούσε να δει κανένα. Η φωνή είπε:
- Κοίτα κάτω. Είμαι εδώ
Προς μεγάλη του έκπληξη, η φωνή φαινόταν να έρχεται από ένα καφέ σπόρο στο μέγεθος του αντίχειρα του. Ο σπόρος βρισκόταν πάνω σε μία πέτρα.
Ο Χουάν ρώτησε:
- Τι συμβαίνει;
Μια θλιμμένη φωνή από τον σπόρο είπε:
- Είμαι τόσο χαρούμενος που εμφανίστηκες. Κάθομαι και κάθομαι σε αυτή την πέτρα για πάρα πολύ μεγάλο διάστημα. Αρκετοί άνθρωποι πέρασαν, αλλά δεν σταμάτησαν. Φοβόμουν ότι κανείς δεν θα σταματούσε.
- Μου προκαλεί έκπληξη που δεν σταμάτησαν (είπε ο Χουάν). Μερικές φορές οι άνθρωποι είναι τόσο απασχολημένοι που ξεχνούν να ακούν (εξήγησε ευγενικά).
Ο σπόρος είπε:
- Κάθομαι εδώ για πολύ καιρό. Ξέρω ότι υπάρχει κάτι που πρέπει να κάνω, κάτι που πρέπει να μάθω. Αλλά δεν είμαι σίγουρος τι είναι αυτό.
Ξέρεις εσύ τον σκοπό μου στη ζωή;
Ο Χουάν έμεινε έκπληκτος από αυτή την ερώτηση. Κοίταξε τον σπόρο πολύ προσεκτικά και είπε αργά:
- Λοιπόν καταλαβαίνω γιατί είσαι θλιμμένος αν δεν ξέρεις τον σκοπό σου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αλλά μην ανησυχείς! Θα σε πάρω μαζί μου και θα ψάξω για το σωστό μέρος για σένα να ζεις. Θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω να βρεις αυτό που σου χρειάζεται. Τότε θα ανακαλύψεις μόνος σου, σιγά σιγά τον σκοπό σου. Αλήθεια ξέρω ότι ο καθένας μπορεί να δώσει κάτι σημαντικό στον κόσμο. Στοιχηματίζω πως κι εσύ επίσης μπορείς.
Και έτσι ο Χουάν βρήκε τον σπόρο στο μέγεθος του αντίχειρα του και κατέληξε να τον πάρει σπίτι του. Όταν έφτασε σπίτι μίλησε στη μητέρα του και αυτή του είπε τι χρειάζονται σι σπόροι. Το επόμενο πρωί έκανε μία τρύπα στο έδαφος στην ηλιόλουστη πλευρά του σπιτιού.
Προσεκτικά μαλάκωσε το χώμα και απαλά τοποθέτησε τον καφέ σπόρο μέσα. Έπειτα κάλυψε την τρύπα με χώμα και το πότισε. Αλλά την επόμενη μέρα‚ ο σπόρος άρχισε να κλαίει ξανά λέγοντας.
- Βοήθεια. Είμαι μόνος μου ξανά και όλα είναι σκοτεινά. Γιατί με άφησε ο Χουάν εδώ;
Όταν ο Χουάν άκουσε τον σπόρο να κλαίει απολογήθηκε που ξέχασε να εξηγήσει γιατί έκανε ότι έκανε. Τότε ο Χουάν είπε:
- Μην ανησυχείς και μη νοιώθεις θλίψη. Είναι αναγκαίο να έχεις κάποιο χρόνο να ετοιμαστείς για ότι χρειάζεται να κάνεις. Θα έρχομαι να σε επισκέπτομαι κάθε μέρα και θα σε φροντίζω. Θα σου δίνω νερό κάθε μέρα και θα δεις ότι σε λίγο καιρό θα μεγαλώσεις. Να είσαι ευτυχισμένος μέσα σου και να ξέρεις ότι ετοιμάζεσαι να υπηρετήσεις. Σύντομα θα προσέξεις ότι θα βγάλεις μικρές ρίζες. Και σύντομα ένας μίσχος θα
αρχίσει να μεγαλώνει προς τα πάνω. Αυτό θα ονομαστεί ο κορμός σου.
Τότε ο σπόρος ρώτησε το αγόρι:
- Έχεις κι εσύ επίσης χρόνο να προετοιμαστείς;
- Φυσικά (απάντησε ο Χουάν). Ο καθένας πρέπει να προετοιμαστεί, αυτό είναι ένα μέρος του να είσαι υπεύθυνος. Τώρα προετοιμάζομαι στο σχολείο. Ξέρω ότι είμαι έξυπνος και ξέρω πώς να σκέπτομαι και να μαθαίνω. Να είσαι υπομονετικός. Παίρνει χρόνο να ετοιμαστείς και όλοι
προετοιμάζονται με τον δικό τους τρόπο.
Ακριβώς όπως είχε πει ο Χουάν, επισκεπτόταν το σπόρο και του έδινε νερό κάθε μέρα. Ο σπόρος μεγάλωνε και μεγάλωνε. Σύντομα ένα κοτσάνι άρχισε να ξεπροβάλλει μέσα από το έδαφος και δύο μικρά φύλλα άρχισαν να ξεδιπλώνονται. Ο ήλιος το ζέσταινε και του έδινε φως. Γινόταν ολοένα και πιο δυνατό και πιο ψηλό και έγινε ολοφάνερο ότι ο σπόρος μεγάλωνε και γινόταν ένα δυνατό υπέροχο δέντρο.
Το αγόρι και το δέντρο συνέχισαν να μιλάνε. Μετά από μερικά
χρόνια, λουλούδια άρχισαν να ανθίζουν σε όλο το δέντρο και μικρά πράσινο μπαλάκια φύτρωναν από αυτά. Αυτά άλλαξαν στο χρώμα, από πράσινο προς κιτρινωπό και τελικά ακριβώς στο χρώμα των βερίκοκων.
Το αγόρι που ήταν τώρα μεγαλύτερο προσεκτικά μάζεψε τα πρώτα ώριμα βερίκοκα και παίνεψε το δέντρο.
- Έχεις γίνει μεγαλώνοντας μία δυνατή βερικοκιά και τα βερίκοκα σου είναι νοστιμότατα.
Έτσι αυτός ο μικρός σπόρος με τη φροντίδα ενός αγοριού που ήξερε πώς να είναι υπεύθυνο έγινε κάτι πολύ σημαντικό. Το δέντρο είπε στον Χουάν:
- Σε ευχαριστώ φίλε που με φρόντισες με τόσο πολλή αγάπη. Τώρα γνωρίζω τον σκοπό μου!
Ο Χουάν απάντησε:
- Είσαι πολύ, πολύ σημαντικό. Σαν δέντρο μας δίνεις καθαρό αέρα, σκιά, ομορφιά και ακόμη φρούτα να τρώμε. Είμαι φίλος σου αλλά εσύ είσαι φίλος σε όλο τον κόσμο.
Και να πώς τελειώνει αυτή η Ιστορία.
Metaphor is a figure of speech that compares two unlike things without using 'like' or 'as'.
What is the metaphor that you found in the novel/poem? Type it in.
Example:
'The rain came down in long knitting needles.'
Η ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑΣ
Κάποτε ήταν ένα νέο ζευγάρι που μετακόμισε σε καινούργια γειτονιά.
Καθώς έτρωγαν πρωινό στο νέο τους σπίτι, η γυναίκα κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τη γειτόνισσα που εκείνη την ώρα άπλωνε την μπουγάδα της.
«Α, τα ρούχα δεν είναι πολύ καθαρά» σχολίασε.
«Η γειτόνισσα δεν προσέχει την καθαριότητα, δεν πλένει καλά τα ρούχα. Πρέπει να χρησιμοποιεί περισσότερο σαπούνι«.
Ο σύζυγος κοίταξε την μπουγάδα, αλλά δε είπε τίποτα.
Κάθε φορά που η γειτόνισσα άπλωνε την μπουγάδα, η γυναίκα έκανε τα ίδια σχόλια.
Ένα μήνα αργότερα, ένιωσε μεγάλη έκπληξη όταν είδε ότι τα ρούχα που είχε απλώσει η γειτόνισσα ήταν πιο καθαρά από τις προηγούμενες φορές, και είπε στον άντρα της:
«Για δες! Η γειτόνισσα έμαθε επιτέλους να πλένει! Αναρωτιέμαι ποιος την έμαθε«.
«Ξέρεις, ξύπνησα νωρίς σήμερα το πρωί και καθάρισα τα τζάμια μας!» γύρισε και της είπε ο άντρας της.
επαγγέλματα και υπευθυνότητες
How do you explain your choice?
Example:
The rain is compared with 'long knitting needles', without the use of 'like' or 'as'.
What is the literary work in which you found the metaphor? Is it a novel, short story or poem?
Example:
National Velvet by Enid Bagnold - novel.
Personification is a figure of speech which gives human qualities to nonhuman things.
Type in the personification you found in the novel/poem.
Example:
'- Not to-night, good Iago: I have very poor and unhappy brains for drinking.'
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
της Γεωργίου Χρήστου
Κάποτε, υπήρχε μια μεγάλη πέτρα, στην άκρη του δρόμου, που ένωνε δυο πόλεις. Οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κάθονται επάνω της και να ξεκουράζονται, κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί. Η πέτρα ζήλευε τους ανθρώπους που μπορούσαν να μετακινούνται από εδώ και από εκεί, όποτε το ήθελαν και συχνά παραπονιόταν για τη δική της άχαρη ζωή, που την ανάγκαζε να βρίσκεται ακίνητη σε εκείνο το μέρος, χωρίς να κάνει τίποτα.
Εκείνη διψούσε για περιπέτεια, για εμπειρίες. Το μεγάλο όνειρό της ήταν να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι κι εκείνη την ημέρα, που ένας γυρολόγος κάθισε επάνω της για να ξεκουραστεί, η πέτρα μας ένιωσε ζήλεια για το γυρολόγο, που διέσχιζε όλη τη χώρα, πουλώντας την πραμάτεια του.
Αφού ήπιε νερό και έφαγε λίγο από το ψωμί του, ο γυρολόγος άρχισε να μονολογεί: -Ααχχ!!! Πόσο δύσκολη και κουραστική είναι η ζωή μου! Η οικογένειά μου με χρειάζεται κοντά της κι εγώ, είμαι αναγκασμένος να περιδιαβαίνω όλη τη χώρα, για να πουλώ τις πραμάτειες μου, για να ζω την οικογένειά μου. Περπατώ όλη μέρα, με λίγες στιγμές ξεκούρασης και λίγο ύπνο, για να προλαβαίνω να βρίσκομαι στον προορισμό μου πριν νυχτώσει.
Ο άνθρωπος κοίταξε την πέτρα και χαμογέλασε. -Εσύ, είσαι πολύ τυχερή! Ζεις στο μέρος σου, δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα, δεν σου λείπει η οικογένειά σου και όλοι οι άνθρωποι σε ευγνωμονούν για το καλό που τους κάνεις! Η πέτρα έμεινε άναυδη! Στράφηκε προς τον άνθρωπο και τον ρώτησε απορημένη:
-Μα τι είναι αυτά που λες; Εγώ είμαι μια ασήμαντη πέτρα! Το μόνο που μπορώ να κάνω σε ολόκληρη τη ζωή μου είναι να ονειρεύομαι. Δεν έχω καμιά άλλη δυνατότητα!
-Αυτή την εντύπωση έχεις για τον εαυτό σου; Της αντιγύρισε ο άνθρωπος. -Μάθε λοιπόν, ότι αυτό που μπορείς να κάνεις εσύ σε όλη τη ζωή σου, δηλαδή να ονειρεύεσαι, οι άνθρωποι δεν το κάνουν πια. Εγκλωβισμένοι μέσα στα προβλήματα και στο μόχθο τους για τη ζωή, έχουν ξεχάσει αυτή την υπέροχη εμπειρία του ονειρέματος. Προφασίστηκαν ότι δεν έχουν χρόνο για αυτό και έχασαν έτσι τη μαγεία της ζωής!
-Θέλεις να σου πω και για ποιο λόγο είσαι ευλογημένη;
-Ναι, ναι, βέβαια, απάντησε όλο έξαψη η πέτρα.
-Εσύ, κάθεσαι εδώ, σε αυτό το μέρος μόνιμα και οι άνθρωποι που έρχονται σε εσένα για να αναπαυτούν, σε γεμίζουν με ένα σωρό ευλογίες και ευχαριστίες που υπάρχεις, ευγνωμονούν το Θεό που φροντίζει για αυτούς. Είσαι η πιο δημοφιλής και αγαπητή παρουσία σε αυτό το δρόμο. Και όσο για το νόημα της ζωής σου, σκέψου το έργο που κάνεις! Αμέτρητοι οι ταξιδιώτες που αναπαύτηκαν επάνω σου, χρόνια και χρόνια!
Η πέτρα παρέμεινε σιωπηλή. Το έργο, οι ταξιδιώτες και η ευγνωμοσύνη τους, η δυστυχία των ανθρώπων να μην ονειρεύονται πια, μα τότε…..
Ο γυρολόγος σηκώθηκε και αφού ευχαρίστησε την πέτρα για την ανάπαυση που του πρόσφερε, τράβηξε το δρόμο του. Η πέτρα έμεινε μόνη. Όμως δεν ήταν πλέον η ίδια πέτρα. Μια ευτυχία την κατέκλυζε. Η ζωή της είχε πια ένα μεγάλο νόημα. Πρόσφερε. Πρόσφερε στους ταξιδιώτες, πρόσφερε στην Ύπαρξη, το δικό της δώρο. Πόσες πολλές ιστορίες ανθρώπων θα είχε να Του πει, όταν θα συναντούσε κάποτε το Θεό της.
Στην άκρη του δρόμου που ένωνε τις δύο πόλεις, μια λαμπερή πέτρα προσκαλούσε τους ταξιδιώτες να ξαποστάσουν. Όλοι τη γνώριζαν και όλοι την ευχαριστούσαν. Και μέρα με τη μέρα η πέτρα γινόταν όλο και πιο λαμπερή.
δημιουργώντας αστεία ποιηματάκια
How do you explain your choice?
Type in the explanation.
Example:
The brain is given the attribute of being 'unhappy'.
ο φαντασμένος κόκκορας
Σε μια αυλή ζούσε κάποτε ένας κόκορας που είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ήταν φαντασμένος, όπως λένε.
-Κικιρίκου! φώναζε κάθε τόσο. Με βλέπετε εµένα; Έχω την πιο δυνατή φωνή! Το λειρί µου είναι κόκκινο και μεγάλο και τα φτερά µου πλουμιστά! Κι όσο για τα νύχια µου, μπορώ µ' αυτά να νικήσω οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο!
Και δώσ' του κι έκανε συνέχεια βόλτες στην αυλή και καμάρωνε.
- Κικιρίκου! άρχιζε πάλι χωρίς να κουράζεται. Εμπρός, λοιπόν, ποιος κόκορας θέλει να παραβγεί μαζί µου στη δυνατή φωνή; Ποιος κόκορας έχει τη δική µου πολύχρωμη ουρά; Κικιρίκου! Εγώ είμαι ο θαυμαστός κόκορας!
Μια μέρα, τα παιδάκια του σπιτιού άφησαν στην αυλή ένα μικρό αμαξάκι, ένα παιχνιδάκι που τους το είχε αγοράσει ο πατέρας τους.
-Αυτό το αμαξάκι µου αρέσει! είπε ο φαντασμένος κόκκορας. Μ' αυτό το αμάξι πρέπει να ταξιδέψω σ' όλο τον κόσμο, να µε δουν όλες οι κότες και τα κοκκόρια και να θαυμάσουν την ομορφιά, τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά µου.
Δυο γάτοι που τον άκουσαν, τον πλησίασαν και του είπαν:
-Ναι, αυτό το αμάξι ταιριάζει στην αρχοντιά σου! Ανέβα επάνω κι εμείς θα το σύρουμε και θα σε γυρίσουµε σε όλο τον κόσμο.
-Μπράβο! φώναξε ο κόκκορας. Ωραία ιδέα. Ας ξεκινήσουμε! Εσείς θα γίνετε τ' άλογα της άμαξάς µου!
Πήδησε µε καμάρι στο αμάξι, οι δυο γάτοι άρχισαν να το τραβούν και βγήκαν από την αυλή.
-Πιο γρήγορα! φώναζε ο φαντασμένος κόκκορας. Πιο γρήγορα! Να δει ο κόσμος όλος την αφεντιά µου! Να θαυμάσει τη δύναμη και την ομορφιά µου!
Μα, στη γωνία του κήπου οι γάτοι σταμάτησαν, όρμησαν πάνω στον κόκκορα και... τον έφαγαν!
Ήταν δυο πονηροί γάτοι που κατάφεραν να τον βγάλουν από την αυλή για να τον φάνε µε την ησυχία τους. Κι αυτός ο φαντασμένος την έπαθε... Γιατί πρέπει να ξέρετε ότι όλοι οι φαντασμένοι είναι κουτοί. Όχι µόνο τα κοκκόρια, αλλά και οι άνθρωποι. Εκείνοι που έχουν αξία είναι απλοί, ενώ οι κουτοί είναι καυχησιάρηδες και φαντασμένοι.
What is the literary work in which you found the personification? What is its genre?
Example:
Othello by William Shakespeare - tragedy
Αθηνά και Αράχνη
το μεγάλο κατόρθωμα της αλογόμυγας
Ήταν κάποτε μια αλογόμυγα που κατοικούσε στην ουρά ενός αλόγου. Ήταν πολύ περήφανη για τον εαυτό της και μια μέρα διηγήθηκε σε δυο άλλες αλογόμυγες, ένα μεγάλο κατόρθωμα που είχε κάνει.
-Εµένα που µε βλέπετε, τους είπε, έχω κάνει ένα κατόρθωμα πού καμιά από σας δεν μπορεί να το κάνει. Μια μέρα δύο άλογα τραβούσαν ένα αμάξι µε ανθρώπους που ταξίδευαν. Μα στον ανήφορο τα άλογα κουράστηκαν, μπορεί και να τεμπέλιασαν και σταμάτησαν να προχωρούν. Εγώ είχα ξαπλώσει στη χαίτη του ενός αλόγου όταν άκουσα τον αμαξά να πλαταγίζει το μαστίγιο και να φωνάζει: «Ντε! Χοπ! Χοπ!» Μα τα άλογα δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους. Ο αμαξάς είπε τότε στους επιβάτες να κατεβούν για να αλαφρώσει το αμάξι. «Χοπ, χοπ!» έκανε πάλι στα άλογά του. Αλλά πού να κουνηθούν εκείνα! Και τότε, ξέρετε τι έκανα;
-Τι; ρώτησαν µε περιέργεια οι δυο αλογόμυγες.
-Αρπάζω τότε τα χαλινάρια και τραβώ µε όλη µου τη δύναμη. «Χοπ, χοπ!» φώναξα στ' άλογα... Ελάτε, κουνηθείτε! Και τότε, που λέτε, τα άλογα ξεκίνησαν... Αν δεν ήμουνα εγώ, δε θα μπορούσαν να βγάλουν τον ανήφορο... Λοιπόν, πώς σας φαίνεται το κατόρθωμα µου;
- Μπράβο, μπράβο! φώναξαν οι δυο αλογόμυγες. Μα... πώς τα κατάφερες;
-Με τη δύναμή µου. Είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα του κόσμου!
-Μπράβο, μπράβο! της είπαν ξανά. Τέτοιο κατόρθωμα δεν μπορεί να το κάνει καμιά αλογόμυγα!
-∆ε σας είπα πως είμαι η πιο δυνατή αλογόμυγα στον κόσμο;
Οι αλογόμυγες την κοίταζαν και την ξανακοίταζαν µε θαυμασμό. Βλέπετε... ήταν πολύ κουτές κι αυτές. Γιατί τα άλογα ξεκίνησαν από τις φωνές του αμαξά και όχι της αλογόμυγας. «... Άρπαξα τότε τα χαλινάρια, τα τράβηξα µε δύναμη, φώναξα στο άλογο και ξεκίνησε...». Αλλά, όταν είναι περήφανος κανείς, νομίζει ότι μπορεί να κάνει θαύματα!
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΛΙΓΟΤΕΡΩΝ
Ήλιος και Βοριάς , ιστορία
ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΒΟΡΙΑΣ
Κάποτε ο Ήλιος κι ο Βοριάς μάλωναν για το ποιος είναι ο πιο δυνατός.
Ο Βοριάς ισχυριζόταν πως δεν χωράει αμφιβολία πως αυτός είναι ο πιο δυνατός. Όταν βάζει όλη του τη δύναμη σηκώνει βουνό τα κύματα στη θάλασσα, γκρεμίζει σκεπές, σπάζει κλαδιά και ξεριζώνει ολόκληρα δέντρα, ξεσχίζει τα θερμοκήπια, αναγκάζει ανθρώπους και ζώα να αναζητήσουν καταφύγιο, γιατί δεν αντέχουν να σταθούν απροστάτευτοι στην παγωμένη αγριάδα του.
Ο Ήλιος βέβαια πίστευε στη δική του παντοδυναμία. Ποιος μπορούσε σ΄όλη την πλάση να τον ξεπεράσει; Αυτός ήταν ο βασιλιάς του κόσμου. Χωρίς το δικό του φως και τη δική του θέρμη τίποτα δεν θα υπήρχε.
Έπρεπε όμως να βρεθεί μια συγκεκριμένη χειροπιαστή αφορμή, για να αναμετρηθούν οι δυο αντίπαλοι. Και δεν άργησε να βρεθεί…
Ένας τσοπάνος ανηφόριζε προς τη στάνη όπου βρίσκονταν τα προβατάκια του. Θα τα έβγαζε για τη βοσκή. Φορούσε την κάπα του, φτιαγμένη από προβιές. Ο Ήλιος πρώτος τον είδε, καθώς ανέβαινε στον θόλο τ΄ ουρανού, και φώναξε στον κυρ Βοριά:
«Τι λες; Δοκιμάζουμε τη δύναμή μας πάνω σ΄αυτόν τον τσοπάνο; Όποιος είναι πιο δυνατός, ας του βγάλει την κάπα…».
Πρόθυμα δέχθηκε ο Βοριάς κι άρχισε πρώτος αυτός να φυσά μ΄όλη του τη δύναμη. Όλα τα ζωντανά πάγωσαν και τρόμαξαν από το άγριο φύσημα του Βοριά κι ο τσοπάνος μας, που χωρίς να το ξέρει είχε βρεθεί ανάμεσα στους δυο «γίγαντες» που αντιμάχονταν, έσφιξε την κάπα του γερά και περπάτησε βιαστικά, για να φτάσει συντομότερα στη στάνη του, να βρει καταφύγιο. Ο Βοριάς κόντεψε να σκάσει από το φύσημα, αλλά δεν κατάφερε να βγάλει την κάπα του τσοπάνη. Σώπασε λοιπόν πικραμένος.
Ήρθε τώρα η σειρά του Ήλιου. Δεν προσπάθησε πολύ. Έλαμψε χαρούμενος, ανέβηκε λίγο πιο ψηλά κι έστειλε τις θερμές αχτίδες του πάνω στον τσοπάνη. «Αχ! Τι καλά που έκοψε ο Βοριάς! Τι καλά που ζέστανε! Θα βγάλω τα προβατάκια μου να χαρούν τον ήλιο! Ουφ! Πολύ βαριά είναι η κάπα μου, ας την ξεφορτωθώ…», είπε εκείνος κι έβγαλε το χοντρό του πανωφόρι.
Γύρισε τότε ο Ήλιος και είπε στο Βοριά που έφευγε μακριά ντροπιασμένος:
«Να λοιπόν, που σε περνώ στη δύναμη.
Αλλά, ξέρε το, σε περνώ
γιατί πάω με το καλό
κι εσύ πας με το κακό….
Δύναμη αληθινή
είναι η καλοσύνη
και νικά τη βία
τη γεμάτη από κακία…».
Το κακό προκαλεί πολλά προβλήματα, προσπαθεί να επιβληθεί εντυπωσιακά και φαίνεται πολύ δυνατό. Το νικά όμως η αληθινή δύναμη, που είναι η καλοσύνη. Η καλοσύνη είναι αφανής, είναι ήρεμη και επικρατεί ειρηνικά.