by zoi koutra 9 years ago
447
More like this
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άκμασε στα κλασικά χρόνια· όμως οι ρίζες του είναι πανάρχαιες και τα πρώτα του βήματα ανιχνεύονται στην Αρχαϊκή εποχή, τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Ο Αριστοτέλης δεν αφήνει καμιάν αμφιβολία. Η τραγωδία, γράφει, αναπτύχτηκε ἀπό τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον(Ποιητική 1449a), δηλαδή από τους κορυφαίους τραγουδιστές που καθοδηγούσαν τους Χορούς όταν έψαλλαν λατρευτικά τραγούδια για τον Διόνυσο. Έτσι, οι ρίζες του θεάτρου πρέπει να αναζητηθούν στην εξέλιξη του διθυράμβου.
«Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b), «είναι η μίμηση μιας σημαντικής και ολοκληρωμένης πράξης που να έχει έκταση.» Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση.
Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα.
«Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης, ό.π.), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.
Αισχύλου, Αγαμέμνων, 1438-1447:
Κατάχαμα της γυναικός του ο χαλαστήςο παρηγορητής των Χρυσηϊδων μες στην Τροία.Και αυτή εδώ η σκλάβα, η μάγισσαπροφήτισσα, παρακοιμώμενη τουπιστή ερωμένη του εβούλιαζε μαζί του τρίβονταςτης κουπαστής τα ξύλα.Πλήρωσαν ίσα και όμοια.Όπως αυτός έτσι και αυτή, που σαν τον κύκνο έψαλεστερνό τραγούδι του θανάτου, δίπλα στον εραστήμου την κουβάλησε με το στανιό στις ηδονές του κρεβατιού γλυκό προσφάι[2].
Και η λυρική ποίηση ως σύνολο υποχώρησε στα κλασικά χρόνια· επιβίωσαν όμως και καλλιεργήθηκαν όσα είδη συνδέονταν με συγκεκριμένα κοινωνικά φαινόμενα, όπως η λατρεία των θεών, οι αθλητικοί αγώνες, τα συμπόσια κ.ά.
Το όνομα λυρική ποίηση
το καθιέρωσαν οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι , γιατί τα περισσότερα λυρικά έργα συνοδεύονταν στην παρουσίασή τους από τη λύρα· παράβλεψαν όμως ότι το ίδιο όργανο συνόδευε και το έπος, και ακόμα ότι ορισμένες κατηγορίες λυρικών τραγουδιών δε συνοδεύονταν από τη λύρα αλλά από τον αυλό. Έτσι, δε μένει άλλο από το να πούμε ότι στη λυρική ποίηση εντάσσουμε όλα τα ποιητικά έργα που δεν ανήκουν στο έπος ή στη δραματική ποίηση, και να επιχειρήσουμε, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, να τα κατατάξουμε σε μικρότερες κατηγορίες.
Πρώτο κριτήριο ο λαϊκός ή όχι χαρακτήρας.
Δεύτερο κριτήριο για να διαιρέσουμε τα επώνυμα έργα σε κατηγορίες είναι ο τρόπος της παρουσίασης.
Οι γλωσσικές προτιμήσεις σχετίζονται άμεσα με τη διάλεκτο της περιοχής όπου αναπτύχτηκε το κάθε ποιητικό είδος και έδρασαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του·
Στο περιεχόμενό της η λυρική ποίηση χαρακτηρίζεται από την έντονη προβολή του ποιητή και τον άμεσο σχολιασμό του σύγχρονού του κόσμου.
Ο Βακχυλίδης από τη Τζια ήταν ανεψιός του Σιμωνίδη, που του δίδαξε την τέχνη της χορωδιακής σύνθεσης. Η ζωή και το έργο του παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τη ζωή και το έργο του ανταγωνιστή του, του Πίνδαρου. Όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της χορικής ποίησης και ταξίδεψε παρουσιάζοντας έργα του (διθυράμβους, παιάνες, προσόδια, παρθένεια, υπορχήματα, επίνικους, εγκώμια και ερωτικά) σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου· όπως ο Πίνδαρος, επιδίωξε να κερδίσει την εύνοια των ισχυρών, ιδιαίτερα του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών, και έγραψε τραγούδια για τις νίκες τους στην Ολυμπία και στους Δελφούς·[94] τέλος, όπως ο Πίνδαρος, έτσι και ο Βακχυλίδης αφιέρωνε το μεγαλύτερο μέρος των ύμνων του σε μυθολογικές αφηγήσε
Στον Μίμνερμο από την Κολοφώνα (7ος/6ος π.Χ. αι.) αποδίδουμε το ξεκίνημα της ερωτικής ελεγείας, γιατί ξέρουμε πως αγάπησε μιαν αυλητρίδα, τη Ναννώ,[56] και γιατί στους στίχους του όπου κακολογεί τα γεράματα (απόσπ. 1 W.) εύχεται να πεθάνει όταν πια δε θα γνοιάζεται για τη «χρυσή Αφροδίτη»,
"κρυφές αγάπες, μειλίχια δώρα και κρεβάτι,
που είναι της νιότης άνθη ελκυστικά,
γι᾽ άντρες και για γυναίκες."
Οι ωδές είναι, τραγούδια γραμμένα σε ποικίλα μέτρα, συχνά οργανωμένα σε στροφές. Ο χωρισμός τους, ανάλογα με το περιεχόμενο, σε ερωτικές, στασιωτικές και συμποτικές καλύπτει μόνο ορισμένες μεγαλύτερες ομάδες. Ουσιαστικά ο ποιητής μπορούσε σε μιαν ωδή να πει οτιδήποτε και με όποιον τρόπο προτιμούσε.
Παράδειγμα το έργο της Σαπφώς, όπου δίπλα στις ερωτικές ωδές συναντούμε προσευχές, μυθολογικές διηγήσεις, στοχασμούς, παιδικά τραγουδάκια, ακόμα και πειράγματα.
Οι δύο πιο γνωστοί ποιητές ωδών, η Σαπφώ και ο Αλκαίος, έζησαν τα ίδια περίπου χρόνια στην αιολική Λέσβο, νησί που ήταν «προορισμένο από τη φύση του να γίνει φορέας ιδιαίτερου πολιτισμού. […] Τα λιόφυτα απλώνονται ως τις κορφές των ψηλών λόφων άφθονες οι φυσικές πηγές ρέουν μέσα στις πεδιάδες, με τα πλατάνια και την πλούσια χλωρίδα. Την άνοιξη το έδαφος καλύπτεται από ανεμώνες, ορχιδέες και αγριοτουλίπες. […] Οι κάτοικοι του νησιού, προστατευμένοι από τη θάλασσα και με όλα τα αγαθά, ανάπτυξαν μιαν ολοζώντανη και ανεξάρτητη ζωή […]. Σε περιβάλλον που εξασφάλιζε άνεση και σιγουριά, η κοινωνία της Λέσβου έφτασε στο απόγειο της ακμής της τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. Την απόδειξη την προσφέρει η εγχώρια ποιητική παραγωγή.»[52]
Ο Αρχίλοχος, ο αρχαιότερος λυρικός ποιητής της Ευρώπης γεννημένος στην Πάρο έγραφε γύρω στο 690πΧ:
Εγώ τόσα της έλεγα και τη παρθένα πήρα.
Τη πλάγιασα σιγά-σιγά στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
τύλιξα το γυμνό κορμί στη μαλακή μου χλαίνη,
η αγκαλιά μου σφάλισε τριγύρω στο λαιμό της.
Κι έτρεμε απ’ το φόβο της σα το μικρό λαφάκι,
που τρέχει και το κυνηγούν οι κυνηγοί στο δάσο.
Κι η πεθυμιά του έρωτα σφίγγοντας τη καρδιά
σα σύννεφο πελώριο μου τύλιξε τα μάτια
κι έκλεψεν απ’ τα στήθια μου τη πιο γλυκιά πνοή.
ΣΑΠΦΩ35. – Απόσπασμα 2 Lobel-Page
δεῦρύ μ᾽ ἐκ Κρήτας ἐπ[ὶ τόνδ]ε·ναῦον
ἄγνον, ὄππ[αι τοι] χάριεν μὲν ἄλσος
μαλί[αν], βῶμοι δὲ τεθυμιάμε-
4νοι [λι]βανώτῳ,
ἐν δ᾽ ὔδωρ ψῦχρον κελάδει δι᾽ ὔσδων
μαλίνων, βρόδοισι δὲ παῖς ὀ χῶρος
ἐσκίαστ᾽, αἰθυσσομένων δὲ φύλλων
8κῶμα κατέρρει,
ἐν δὲ λείμων ἰππόβοτος τέθαλεν
ἠρίνοισιν ἄνθεσιν, αἰ δ᾽ ἄηται
μέλλιχα πνέοισιν [ ]
12[ ]
ἔνθα δὴ σὺ στέμ‹ματ᾽› ἔλοισα Κύπρι
χρυσίαισιν ἐν κυλίκεσσιν ἄβρως
ὀμ‹με›μείχμενον θαλίαισι νέκταρ
16οἰνοχόαισον
†τούτοισι τοῖς ἑταίροις ἐμοῖς γε καὶ σοῖς†
(ανασύνθεση και απόδοσηΟδυσσέας Ελύτης)
έλα και φτάσε
από την Κρήτη εδώ στου ναού τούτου το
λάμπος που το ζώνει γελαζούμενο δασάκι
μήλων και όπου καίει πάντα στους βωμούς
λιβανωτού θυμίαμα ♦ εδώ που κελαρύζει
το νερό κατάδροσο μέσ᾽ από της μηλιάς
τους κλώνους· όπου απ᾽ τα ρόδα τα πολλά
σκιές γεμίζει ο κήπος· κι από τις φυλλωσιές
οπού θροούν και τρέμουν λες μια χαύνωση
αργοπέφτει ♦ εδώ το λιβαδάκι οπού
βοσκάνε τ᾽ άλογα φούντωσε απ᾽ άνθη του
Μαγιού κι ελαφρές πνέουν οι αύρες ♦ έλα
λοιπόν εδώ Αφροδίτη μου σε κάλυκες χρυσούς
ετοιμασμένο με λεπτή τέχνη νέκταρ
του τραπεζιού τους φίλους να κεράσεις.
Δέηση στην Αφροδίτη
Το απόσπασμα σώζεται χαραγμένο πάνω σε έναὄστρακον (θραύσμα πήλινου αγγείου) του 3ου αι. π.Χ. Έχει τη μορφή κλητικού ύμνου και απευθύνεται στην Αφροδίτη: η θεά καλείται να παρευρεθεί στις συγκεκριμένες τελετές που γίνονται προς τιμήν της. Το αρχικό μέρος του ποιήματος, το οποίο σε παρόμοιους ύμνους αναφερόταν συνήθως με σώρευση επιθέτων στις δικαιοδοσίες και τη δύναμη τον θεού αλλά και στην ιδιαίτερη σχέση του με τον προσευχόμενο, προφανώς δεν έχει σωθεί. Στο σωζόμενο τμήμα περιγράφεται κατ᾽ αρχήν το τοπίο, στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι τελετές. Η θεά καλείται να έρθει από την κατοικία της στην Κρήτη σε ένα δασάκι με μηλιές και ρόδα. Η περιγραφή δεν είναι καθόλου τυχαία, αφού η Αφροδίτη ως θεά των κήπων λατρευόταν ιδιαίτερα στην Κρήτη (οι Κρητικοί μάλιστα έλεγαν πως από το νησί τους άρχισε η λατρεία της), ενώ τα μήλα και τα ρόδα ως ερωτικά σύμβολα συνδέονταν στενά με τη θεά. Στην τελευταία στροφή η Αφροδίτη καλείται να παρακαθίσει στο τραπέζι (θεοξένια) και να γεμίσει με νέκταρ τις κούπες. Το ποίημα, χαρακτηριστικό δείγμα της σαπφικής τέχνης, αποτελείται από εικόνες που δεν οργανώνονται γύρω από έναν πυρήνα, αλλά παρατάσσονται, διατηρώντας έτσι η κάθε μια το βάρος της. Οι ερωτικές αυτές εικόνες του άλσους, των μήλων, του λιβανιού, των ρόδων και των αλόγων εμπλέκουν, όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί, όλες τις αισθήσεις, όραση, όσφρηση, αφή, ακοή, ακόμη και τη γεύση με τη μνεία του νέκταρος.
τί τὸ κάλλιστον;
Το ποίημα, που πιθανώς τέλειωνε με τον στ. 20, όπως φαίνεται να υποδηλώνει η επανασύνδεση με την αρχή, είναι, θα λέγαμε, η απάντηση της ποιήτριας στο ερώτημα τί τὸ κάλλιστον (ποιο είναι το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο). Η απάντηση αυτή στην αρχή κατατίθεται ως αναιρετική αφοριστική δήλωση, στη συνέχεια υποστηρίζεται με το μυθικό παράδειγμα της Ελένης και καταλήγει ως συγκεκριμένη ονομαστική αναφορά στην αγαπημένη Ανακτορία που λείπει.
Η όλη σύνθεση συνέχεται και τροφοδοτείται από το πλαίσιο που δημιουργεί ο λαϊκός στην καταγωγή του εκφραστικός τρόπος, που είναι γνωστός με τον όρο Priamel (άλλοι πιστεύουν το α, άλλοι το β, άλλοι το γ, εγώ όμως το δ. Απαριθμούνται και απορρίπτονται τα κοινώς θεωρούμενα κάλλιστα,για να εξαρθεί εμφατικότερα η κορύφωση που συνιστά η συχνά απροσδόκητη και αιρετική προσωπική επιλογή). Στην τελευταία στροφή το σχήμα αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο: το ερατεινό περπάτημα και η λάμψη του προσώπου της Ανακτορίας τίθεται για τη Σαπφώ πάνω από το εντυπωσιακό θέαμα των λυδικών αρμάτων και των πάνοπλων πεζών μαχητών.
ΑΛΚΑΙΟΣ (περ. 625-570 π.Χ.)
38. – Απόσπασμα 347 Lobel-Page
τέγγε πλεύμονας οἴνῳ, τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται
2ἀ δ᾽ ὤρα χαλέπα, πάντα δὲ δίψαισ᾽ ὐπὰ καύματος,
ἄχει δ᾽ ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ ***
ἄνθει δὲ σκόλυμος· νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται,
5λέπτοι δ᾽ ἄνδρες, ἐπεὶ ‹δὴ› κεφάλαν καὶ γόνα Σείριος
ἄσδει
(μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης)
Βρέξε τα πλευμόνια με κρασί,1 ο Σείριος2 το άστρο ανατέλλει,
δύσκολη είναι η εποχή, όλα από τον καύσωνα διψούν,
απ᾽ τα φυλλώματα γλυκά τερετίζει το τζιτζίκι ***
Ο σκόλυμος3 ανθοφορεί. Τώρα οι γυναίκες από τους πόθους είναι φλογισμένες
όμως οι άντρες είναι ασθενικοί, γιατί ο Σείριος τα γόνατα και το κεφάλι
τους ξηραίνει.
1 Η έκφραση, η οποία στηρίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη της εποχής για τους πνεύμονες, ήταν ήδη την εποχή του Αλκαίου τυποποιημένη.
2 Ο Σείριος (ή Κύων), ο πιο λαμπερός από τους απλανείς αστέρες, πρωτεμφανιζόταν στον ουρανό τον καιρό και στον τόπο που έζησε ο Αλκαίος στις 19 Ιουλίου, λίγο πριν από τη δύση του ήλιου. Η εμφάνισή του σηματοδοτούσε την έναρξη του κατακαλόκαιρου.
3 Ποώδες φυτό (κοινώς ασκόλυμπρος ή ασπράγκαθο)· ανθίζει γύρω στα τέλη Ιουνίου.
τέγγε πλεύμονας οἴνῳ
Στα συμποτικά άσματα η πρόσκληση για οινοποσία δικαιολογείται συνήθως είτε με έναν μύθο είτε με αναφορά στις καιρικές συνθήκες. Στο απόσπασμα που ακολουθεί την αφορμή για την πρόσκληση δίνει η μεγάλη ζέστη. Όμως ο Αλκαίος δεν συνθέτει μια δική του, πρωτότυπη περιγραφή, αλλά ακολουθεί αρκετά πιστά μια περιγραφή που υπήρχε ήδη στον Ησίοδο (Ἔργα 582-96). Ο Αλκαίος μεταγράφει τους ησιόδειους εξαμέτρους σε ένα λυρικό μέτρο, "τονίζοντας" απλώς διαφορετικά το κείμενο που δανείστηκε. Σε σύγκριση με το κείμενο του Ησιόδου, η πιο αξιοπρόσεκτη διαφορά -εκτός από μικρότερες αποκλίσεις- συνίσταται στη μετάθεση της πρόσκλησης για οινοποσία από το τέλος στην αρχή του ποιήματος και στην απουσία αναφοράς στην αναλογία κατά την ανάμειξη του κρασιού με νερό. Η περίπτωση του ποιήματος αυτού είναι ενδιαφέρουσα, εκτός των άλλων, γιατί αφήνει να διαφανεί η εντελώς διαφορετική αντίληψη και αξιολόγηση της "πρωτοτυπίας" που υπήρχε στην αρχαιότητα σε σχέση με την εποχή μας.ΑΝΑΚΡΕΩΝ ( 570-490 π.Χ.)
ο Ανακρέων έγραψε το παρακάτω ερωτικό ποίημα το 550πΧ:
Ο δαμαστής ο Έρωτας
κι η πορφυρή Αφροδίτη,
μαζί σου παίζουν βασιλιά
κι οι μαυρομάτες Νύμφες.
Σε σένα που συχνά γυρνάς
στις πιο ψηλές βουνοκορφές,
ευλαβικά προσπέφτω.
Τη προσευχή μου εισάκουσε
κι έλα κοντά σε μένα,
για να γενεί ό,τι ζητώ.
Τον Κλεόβουλο, Διόνυσε,
καλά να συμβουλέψεις,
τον έρωτά μου, βασιλιά,
για να δεχτεί τ’ αγόρι.Πάλι ο ξανθός ο Έρωτας
τη κόκκινή του μπάλα
μου πετά και με κεντρίζει
με τη νια παιγνίδι ν’ αρχινήσω,
που ’χει σαντάλια πλουμιστά.
Μ’ αυτή, μια και κρατά
απ’ τη τρανή τη Λέσβο
που ’ναι γεμάτη αρχοντικά,
σνομπάρει τ’ άσπρα μου μαλλιά
κι αλλού κοιτά και χάσκει…